Οι καταλήψεις σχολείων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα έχουν πλέον μια ιστορία δέκα ετών. Σποραδικά στην αρχή και συστηματικά την τελευταία περίοδο, μαθητές Γυμνασίων και Λυκείων -στο πλαίσιο μιας κουλτούρας διεκδίκησης, προβολής αιτημάτων και διαπραγμάτευσης που πηγάζει από τις Μαθητικές Κοινότητες, αλλά ενισχύεται κι από αντίστοιχες αξίες και πρακτικές στον ευρύτερο κοινωνικό χώρο- οργανώνουν και πραγματώνουν την παροδική άρση της θεσμικά προσδιορισμένης `σχολικής τάξης` στο όνομα `δίκαιων αιτημάτων`. Στον δημόσιο σχολιασμό των καταλήψεων, οι πρωτοβουλίες αυτές σημασιοδοτούνται ως `αγώνας` των μαθητών και ερμηνεύονται κατά κανόνα ως αναπόφευκτη συνέπεια της εγκατάλειψης του σχολείου από την Πολιτεία, κυρίως σε ό,τι αφορά τους πόρους που διατίθενται για τη δημόσια εκπαίδευση. Με βάση τα δεδομένα μιας εμπειρικής έρευνας στην οποία συμμετείχαν 3.830 μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στο βιβλίο αυτό παρουσιάζεται μια διαφορετική περιγραφή και ερμηνεία των καταλήψεων ως ανομικών φαινομένων. Στο επίκεντρο της θεωρίας αυτής δεν βρίσκονται οι υποτιθέμενες αντικειμενικές αιτίες των καταλήψεων, αλλά οι νοηματοδοτήσεις της κατάληψης ως δυνητικού και πραγματικού ενεργήματος από τους μαθητές, τους γονείς, τους εκπαιδευτικούς, τη διοίκηση της εκπαίδευσης, τα μαζικά μέσα επικοινωνίας, τη δικαιοσύνη και τους πολιτικούς οργανισμούς. Οι νοηματοδοτήσεις αυτές δεν είναι τυχαίες, και φαίνεται ότι συνδέονται με μια γενικευμένη διολίσθηση δημόσιων ρόλων, και των αντίστοιχων υποχρεώσεων των φορέων τους, σε ρόλους ιδιωτικούς. Κάτω από τέτοιες συνθήκες οι μαθητές καταφέρνουν με επιτυχία να εξουδετερώσουν -έστω παροδικά- την παρουσία θεσμικών ρυθμίσεων στην εκπαίδευση, να οικειοποιηθούν το ελεύθερο πεδίο σημασιοδοτώντας το αντιθεσμικά, και να αποκομίσουν αντίστοιχο `ιδιωτικό` όφελος. Το ερώτημα είναι με ποιο κόστος, για τους ίδιους, για τη δημόσια εκπαίδευση και για την κοινωνία για την οποία υποτίθεται ότι προετοιμάζονται στο σχολείο.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]