Το καλοκαίρι του 1843, η μοίρα έφερε στη Σμύρνη τον Πέρσι, έναν νεαρό Άγγλο λοχαγό, για να τον κατακτήσει η Μυρτώ, ένα κορίτσι με μαύρα μάτια, μόλις δεκαπέντε χρονών. Από την βραδιά, της πρώτης ματιάς στο παραθύρι, ο Πέρσι δεν έχασε στιγμή να μηχανεύεται τρόπους για να βλέπει την Μυρτώ. Κατάφερε να γνωρίσει και τον πατέρα της και παρόλο που δεν ήταν εύκολο να δεχτεί κάποιον ξένο στο σπίτι του, ο καλός χαρακτήρας του Πέρσι, σε συνδυασμό με τον υψηλό στρατιωτικό βαθμό του, του εξασφάλισαν την είσοδο στο σπίτι της οικογένειας του Παντελή Σμυρλή.
Οι μέρες κυλούσαν πολύ γρήγορα και έλαμπαν από το χρυσό φως του ήλιου που έπεφτε απ’ άκρη σ’ άκρη στην όμορφη Σμύρνη. Εκείνες οι μέρες ήταν οι πιο ευτυχισμένες για την Μυρτώ και τον Πέρσι. Κανείς από τους δυο δεν μπορούσε να φανταστεί τις συμφορές που τους περίμεναν