Περαιτέρω, παρατηρείται η αυστηρή στάση της νομολογίας έναντι του επαγγελματία μεταφορέα, έμπειρου στις διεθνείς μεταφορές, η οποία του επιβάλλει πρόσθετες υποχρεώσεις από τις προβλεπόμενες από τη σύμβαση μεταφοράς και τη CMR. Επισημαίνονται πλήθος αποκλίσεων από το κοινό δίκαιο κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης. Τέλος, εξετάζεται η πολυπρόσωπη οδική μεταφορά και η χρήση περισσότερων του ενός μεταφορικών μέσων, και επιχειρείται η ρύθμιση της ευθύνης του μεταφορέα σε περίπτωση συνδυασμένης μεταφοράς.
Παράλληλα, η μελέτη διατυπώνει τρεις βασικές προτάσεις ως προς την ευθύνη κάθε οφειλέτη. Πρώτον, σε σχέση με τη συνδρομή ανωτέρας βίας, η συγγραφέας προτείνει την εξέταση της συμπεριφοράς του μεταφορέα, και γενικότερα κάθε οφειλέτη, σε τέσσερα διακριτά χρονικά σημεία. Δεύτερον, ως προς τη διάκριση της ευθύνης ενός επαγγελματία οφειλέτη σε αντικειμενική ή νόθο αντικειμενική, η συγγραφέας υποστηρίζει τη σύγκλιση των δύο μορφών ευθύνης. Τρίτον, ως προς τη δυνατότητα απαλλαγής ενός οφειλέτη από την ευθύνη του, κατά τη συγγραφέα το τυχηρό ταυτίζεται με την έλλειψη πταίσματος και η ανωτέρα βία με την επίδειξη της υψίστης επιμέλειας, ενώ η αναφορά σε γεγονός απρόβλεπτο και αναπότρεπτο αντιστοιχεί σε προσδιοριστικά στοιχεία της επιμελούς συμπεριφοράς του οφειλέτη.
Στόχος της παρούσας έρευνας είναι η ανάδειξη των ερμηνευτικών δυσχερειών που έχουν δημιουργηθεί κατά την εφαρμογή της CMR και η προσπάθεια επίλυσής τους με τρόπο εύληπτο και κατανοητό μέσα από πλούσια περιπτωσιολογία και πρακτικές προσεγγίσεις, προβαίνοντας σε κριτική παρουσίαση άνω των δύο χιλιάδων αποφάσεων που έχουν ληφθεί σε αλλοδαπές έννομες τάξεις, καθώς και μεγάλου αριθμού αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων. Τέλος, επιχειρείται η διατύπωση συνεκτικών και γενικεύσιμων λύσεων στα ζητήματα που πραγματεύεται η παρούσα μονογραφία (λ.χ. κατά την ερμηνεία των απαλλακτικών από την ευθύνη του μεταφορέα λόγων).