…Στο περιβόλι, τα σύκα μάταια θα περίμεναν φέτος τις μέρες της σοδειάς. Κόκκινα και ζουμερά σαν το χρυσάφι του αυγουστιάτικου ήλιου, θα σάπιζαν πάνω στα δέντρα. Μια μεγάλη σαύρα ανασήκωσε τον λαιμό της και κοίταξε παραξενεμένη μια δεξιά και μια αριστερά. Σερνόταν με τη μακριά ουρά της στον μισογκρεμισμένο τοίχο του παλιού σπιτιού του Πέτρου και της Ελένης. Κάτι κακό οσμιζόταν στον αέρα κι έτρεξε φοβισμένη να κρυφτεί στα χαλάσματα... Το τραγούδι του καλαμιώνα... ακούστηκε απόκοσμο μαζί με το τρίξιμο απ’ το παλιό αλακάτι. Το νερό απ’ τα βάθη του πηγαδιού ανατρίχιασε κι αυτό κι αναδεύτηκε άγρια. Ένας άχρονος αναστεναγμός ακούστηκε απ’ τα βάθη της γης... Κάλλιο να στερέψω για πάντα, παρά να ξεδιψάσουν από μένα, θα κρυφτώ πιο βαθιά στη γη και θα περιμένω μέχρι να φύγουν, σκέφτηκε το πηγάδι κι από τότε γέμισε φίδια. Γιατί, κι αν ακόμα οι άνθρωποι ξεχάσουν, η φύση... δεν ξεχνάει ποτέ ως την ώρα της δικαιοσύνης.
Να θυμάσαι τ’ όνομά μου: Αγκαστίνα…