Σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο στους «Περί Ἱερωσύνης» λόγους του, το μυστήριο της ιερωσύνης είναι μέγα και υψηλό: «Ἡ γὰρ ἱερωσύνη τελεῖται μὲν ἐπὶ τῆς γῆς, τάξιν δὲ ἔχει ἐπουρανίων ταγμάτων· καὶ μάλα γε εἰκότως. Οὐ γὰρ ἄνθρωπος, οὐκ ἄγγελος, οὐκ ἀρχάγγελος, οὐκ ἄλλη τις κτιστὴ δύναμις, ἀλλ’ αὐτὸς ὁ Παράκλητος ταύτην διετάξατο τὴν ἀκολουθίαν, καὶ ἔτι μένοντας ἐν σαρκὶ τὴν τῶν ἀγγέλων ἔπεισε φαντάζεσθαι διακονίαν». (Περί Ἱερωσύνης, Λόγος Γ’, PG 45, 642). Ο άγιος Συμεών αρχιεπίσκοπος της Θεσσαλονίκης εμφορείται από αυτή την παράδοση και την αναλύει σε όλα σχεδόν τα έργα του, υπογραμμίζοντας την μοναδικότητα της Ιερωσύνης- Αρχιερωσύνης, αλλά και τον επισκοποκεντρικό χαρακτήρα του εκκλησιαστικού βίου. Εκφράζοντας στο ακέραιο την πατερική παράδοση, την εκκλησιαστική πράξη και το νομοκανονικό πλαίσιο των Οικουμενικών συνόδων, ο άγιος Συμεών τονίζει ότι ο αρχιερέας δεν είναι μόνον διοικητική και λειτουργική κεφαλή της εκάστοτε τοπικής Εκκλησίας, αλλά και ο ποιμήν, ο πνευματικός Πατέρας του ποίμνιου, των ιερέων και των μοναχών της.