Στον τρόπο σκέψης τον πολιτισμού της ύστερης Νεωτερικότητας (17ος-20ος αιώνας) ο φιλοσοφικός λόγος συμπίπτει με τη ριζική άρνηση της ετερότητας του άλλου: η εμπειρία της μη-υπαγώγιμης και μη-αναγώγιμης μοναδικότητας κοινωνίας ή (και) ακοινωνησίας τον άλλου με το(ν) άλλο αποκλείεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και για τον ίδιο λόγο που το άλλο αφορίζεται ως ξένο, ως παντελώς αλλότριο προς το αίτημα της ιδιοτελούς αυτονομίας του υποκειμένου.
Με την παρουσία αυτού του `ξένου` που πάντα εκπροσωπείται στο `πρόσωπο` του Θεού, του παιδιού, του ενήλικα, του οικονομικού μετανάστη, του απάτριδος και εκπατρισμένου, της φύσης, του κόσμου κ.ο.κ., το υποκείμενο δράσης (γνωστικής και πρακτικής) συγκροτεί μια σχέση που δεν ξεπερνά τα όρια ενός λόγου αυστηρά οριοθετημένου από τη διαλεκτική του υποκειμένου και του αντικειμένου ή της διυποκειμενικότητας.
Κάτω, όμως, από την απόλυτη ηγεμονία των δύο αυτών όρων, η ετερότητα του άλλου στην αρχέγονη διαλεκτική εκδοχή της, παραπέμπεται σ` ένα ολοκληρωτικό αρχιπέλαγος της σιωπής.
Οι `φιλόσοφοι της διαφοράς` και του `μη-ταυτού` (Levinas, Derrida, Deleuze, Adorno) θέλουν να αποκαταστήσουν τον άλλο και να δουν τη `λήθη` ή την `απουσία` του ως τη λογική συνέπεια μιας ιστορικής διαδικασίας που αρχίζει με την οντολογία των Ελλήνων και καταλήγει στις πρόσφατες ιδεολογίες των πολιτικών κινημάτων τον φασισμού και τον ολοκληρωτισμού.
Οι ίδιοι έχουν συνεισφέρει τα μέγιστα στη συνειδητοποίηση μιας ερμηνευτικής αρχής που θέλει την μακραίωνη παράδοση του φιλοσοφικού στοχασμού, θεμελιωμένη στην ελληνορωμαϊκή σκέψη, να έχει υπονομεύσει το `έτερον` προς όφελος του `ταυτού` ενός `ταυτού` που κατανοήθηκε ποικιλότροπα ως `λόγος`, `ον`, `ουσία`, `νους` ή `εγώ`. Αυτή η προκατάληψη αποκαλείται από τον Levinas `οντολογία του ταυτού`, από τον Adorno, τον Καστοριάδη και τον Habermas `λογική του ταυτιστικού λόγου`, και από τον Derrida `λογοκεντρισμός`. Σε σχέση με την παραπάνω θέση, που πρώτος στην Ιστορία της Φιλοσοφίας φαίνεται να εισήγαγε ο Έγελος, η προκείμενη μελέτη επιχειρεί να σφετερισθεί τα `όπλα` της ιστορίας για να ελέγξει την αλήθεια ή πλαστογράφηση του ίδιου τον ιστορικού-φιλοσοφικού γίγνεσθαι. Να θέσει το ερώτημα γιατί οι Έλληνες του αρχαϊκού και κλασσικού κόσμου, όπως και οι λόγιοι του πρώτου Χριστιανισμού, κατορθώνουν να αναγνωρίσουν τη σημασία και σημαντικότητα της λογικής χωρίς, ωστόσο, να βλέπουν το αχανές βασίλειο του υπαρκτού ως το αντικατόπτρισμά της. Και να `απογυμνώσει` τον περιβόητο `λογο-λογοκεντρισμό` των Ελλήνων ως δυνατότητα κοινωνίας ή (και) ακοινωνησίας ετεροτήτων χωρίς την οποία ο `λόγος` θα ήταν δίχως λόγο και νόημα. [...]