ΣΠΟΡΑ:
Στα χέρια του απομεσήμερου
καθώς
λικνίζονται τα στάχυα
καθώς
που οι φυλλωσιές
προς το ρυάκι γέρνουν
καθώς που ορθώνονται οι πέρδικες
και τ` αγριοπερίστερα ζηλεύουν
Καθώς
που πιο κοντά μες στην ζωή δεν ήρθαμε ποτέ
που ως κι οι καρδιές μας ήταν άχρηστες
κι οι αναπνοές μας σταμάτησαν.
Κι ήταν το όνειρο βουβό κι αλάβωτο,
βαθύ κι αφηνιασμένο
Και χλιμιντρούσε ο νους στον κάμπο του
Απρόσβλητου
Στον στίβο που του άξιζε
τον θάνατο νικούσε.