Η παρούσα `Εισαγωγή εις την Χριστιανικήν και Βυζαντινήν Αρχαιολογίαν` αφορά κυρίως εις τους φοιτητάς του Πανεπιστημίου. Αλλ` απευθύνεται και εις τους ακροατάς ημών των μεταπτυχιακών σπουδών, εις τους επιθυμούντας ειδίκευσιν εις την ημετέραν Επιστήμην, εις τους αρχαιολόγους και εις τους καλλιτέχνας, ως και εις πάντα φιλότεχνον. Η σύνταξις αυτής έγινε κατά τοιούτον τρόπον, ώστε να μη επεκταθή εις θέματα τα οποία διδάσκονται οι ημέτεροι σπουδασταί εξ άλλων γενικωτέρων ή ειδικωτέρων βιβλίων μας, ως είναι π.χ. αι `Πηγαί της Χριστιανικής Αρχαιολογίας` και `η Ουσία της ορθοδόξου Εικονογραφίας`. Τούτο δεν σημαίνει ότι η σύντομος αυτή `Εισαγωγή` απέφυγέ τι το ουσιώδες. Αντιθέτως, είναι ίσως το πρώτον παρ` ημίν ακαδημαϊκόν βιβλίον, το οποίον παρέχει γενικήν θεώρησιν της Χριστιανικής καθ` όλου τέχνης. Εξ άλλου η προ τριάκοντα περίπου ετών εκδοθείσα Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία του αειμνήστου Γ. Σωτηρίου περιλαμβάνει μόνον την παλαιοχριστιανικήν και την βυζαντινήν Αρχιτεκτονικήν. Αντιθέτως η ημετέρα `Εισαγωγή` δεν περιορίζεται εις την Αρχιτεκτονικήν, αλλά περιλαμβάνει και την Ζωγραφικήν (ψηφιδωτά, τοιχογραφίας, εικόνας, μικρογραφίας χειρογράφων) και, συντομώτερον, την Γλυπτικήν, την Μεταλλοτεχνίαν (χυμευτικήν, χρυσοχοΐαν, αργυροχοΐαν κλπ.) και την Υφαντουργίαν (υφάσματα - κεντήματα). Αλλ` επί πλέον το παρόν βιβλίον δίδει γενικήν εικόνα της Χριστιανικής τέχνης της Δύσεως, εξετάζον ιδιαιτέρως την Αρχιτεκτονικήν των ναών της. Διότι ημείς το πρώτον -επιτραπήτω να είπωμεν- ηρχίσαμεν εις τας θεολογικάς μας Σχολάς να διδάσκωμεν, παραλλήλως προς την Βυζαντινήν και την Δυτικήν τέχνην, εφ` όσον η Έδρα εις τας Σχολάς ταύτας είναι Χριστιανική (καθόλου) και Βυζαντινή Αρχαιολογία. Χωρίς την γνώσιν της Δυτικής δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθή η αξία της Ανατολικής Χριστιανικής τέχνης. Διότι εξ` άλλου, είναι ακατανόητον οι σπουδάζοντες την θεολογίαν -ή και οι γενικώτερον ενδιαφερόμενοι δια την Χριστιανικήν τέχνην- να περιορίζονται μόνον εις την κυρίως βυζαντινήν περίοδον. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]