`ΑΓΑΠΟΥΣΕ`:
Αγαπούσε, σπάνια μεν,
αλλά αγαπούσε.
Ποιος νοιάζεται για τη διάρκεια;
Την είδαν στον κήπο·
μιλούσε χωρίς να κινεί τα χείλη
του εξηγούσε τα μπερδέματά της
του έδινε κάποιες απ` τις αγωνίες της
γινόταν πολύ μικρούλα.
Περίμενε να την πιάσει εκείνη
η γλυκιά κούραση
αυτή του λεωφορείου στο σχόλασμα.
Πού πήγαν οι θυμωμένοι;
Πόσο υπομονή έχουν ακόμη οι ανυπόμονοι;
Κρατιέται από κάποια μεσημέρια.
Έχει ανάγκη να θαρρεί
πως βρίσκεται στη μέση.
Μισούσε βουβά
περίμενε να το πει
κάποιος άλλος
με λόγια, με αιτίες, με σχόλια.
Τον άκουγε και χαμογελούσε.
Χωρίς να κινεί τα χείλη.