Στο `Υποκείμενο και η ετερότητα` το `εντελώς άλλο` του υποκειμένου δεν είναι η ετερότητά του. Το `υποκείμενο` των νεωτέρων χρόνων είναι η `λογική κρίση` του Ίδιου. Το Ίδιο ως λογική κρίση. Μια κρίση που εξωθεί την ετερότητα στο βόρβορο της ολοκληρωτικής βίας και ανέκκλητης σιωπής. Την περιλαμβάνει στους κόλπους της δικής της `περιαυτολογίας`. Γι` αυτό το `υποκείμενο`, ακόμα και στη διυποκειμενική εκδοχή του, χαρακτηρίζεται από έναν εύγλωττο αυτισμό.
Αντίθετα, η ετερότητα τείνει εδώ να σημανθεί στην πρωταρχική εκδοχή της: Ως υπαρκτικό γεγονός, απροϋπόθετο και μη-αναγώγιμο, αλληλοπαθούς ενέργειας και δυνατότητας κοινωνίας του άλλου με το(ν) άλλο.
Η σύζευξη αυτή που ανακαλύπτεται στην εσωτερική δομή της ετερότητας: να είναι αφετηριακά κοινωνική και ταυτόχρονα απροϋπόθετη και μη-αναγώγιμη, αποτελεί και το κατ` εξοχήν παράδοξο μιας ετερολογικής φιλοσοφίας. Ένα παράδοξο που φανερώνει ότι η ετερότητα δεν είναι το `αντικείμενο` ούτε ο άλλος, αλλά το απερίληπτο και μη-αναγώγιμο `σημείο` κοινωνίας που κάνει τον καθέκαστο άλλο ή το άλλο να είναι όχι απλώς άλλος και άλλο, αλλά ένας άλλος του άλλου. Στην κατεύθυνση αυτή, η φιλοσοφία των κλασσικών τείνει να συναντηθεί με την `Πρώτη θεολογία` του Αρεοπαγίτη και να δει πέρα απ` τις γραμμές της `Αρνητικής Διαλεκτικής` του Adorno.
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]