Στερνό καθήκο τ` ανθρώπου που φεύγει είναι ν` αφήκει τη διαθήκη του. Ε, μη με παρεξηγάτε για τις ελληνικούρες μου, κάτι έμαθα κι εγώ τόσα χρόνια στο κουρμπέτ. Να πει τη στερνή του πεθυμιά. Ν` αφήκει διάτες και ευκές στα παιδιά και τ` αγγόνια του. Να ξομολοηθεί τις αμαρτίες του. Εγώ νε παιδιά, νε αγγόνια. . . Το καρμελαίικο έσβησε. Ούλα τα κακά πέσαν απάνου του και το ξέκαμαν. Απόμεινε μοναχά η σειρά της αδερφής του πατέρα μου που πήρε τ` όνομα του παπα - Θάνου. Κι εγώ ο γέρος, ένας ξέρακας σαν τον πλάτανο της αυλής μας. Ο πλάτανος, κατά πώς έμαθα, ξεράθηκε κι αυτός, απ` τα χρόνια και τους βοριάδες. Κρατάνε λίγο μονάχα οι ρίζες του. Κακό τσεκούρι έκοψε τα κλωνάρια του και μολεμένη κόφτρα τον κορμό του. Δεν άφηκαν ούτε τ` αποκοντράδια που κρέμαε ο σχωρεμένος ο παππούς μου τους καργιοφλιάδες και τα γιαταγάνια του. Αϊ καπετάν Κωσταντή Κάρμαλε! Ούδε σε σένανε ψίχα σέβας. Ξύπνα να δεις! . . . Σαν ήμαν νιος έριχνα με τον ογκρά στο σημάδι, ν` ακούς τις μπαταρίες και να φραίνεται η ψυχούλα σου.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]