«Η δεύτερη σε μέγεθος μουσουλμανική μειονότητα στη Θράκη είναι των Πομάκων. Άνθρωποι ορεσίβιοι, περήφανοι, εργατικοί, έξυπνοι -κι ας τους ειρωνεύονται οι τουρκογενείς που ταύτισαν τη λέξη Πομάκος με την έννοια του άξεστου και αγροίκου- τίμιοι, αποτελούσαν πάντα ξεχωριστό κομμάτι του πληθυσμού, διακριτό από όλα τα άλλα. Αυτός είναι ένας λόγος άλλωστε που πολλοί καταπιάστηκαν να τους μελετήσουν ή να τους περιγράψουν. Με το πόνημά του αυτό ο συγγραφέας κάνει ένα καλόπιστο πλησίασμα, με στόχο την ανυστερόβουλη γνωριμία και ειλικρινή κατανόηση. Αν και αποτελούσαν πολύτιμους ακρίτες των συνόρων μας, το ελληνικό κράτος φάνηκε άστοργο απέναντί τους, δείχνοντας εγκληματική -θα έλεγα- αδιαφορία. Όπως ήταν επόμενο, η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε τη δική μας αστοργία και τους αγκάλιασε σαν `μητέρα πατρίδα`. Και όμως δεν είναι γι` αυτούς ούτε μητέρα ούτε πατρίδα. Μια δολερή και υστερόβουλη μητριά είναι και τίποτε περισσότερο».
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]