Η θεία Ευχαριστία θεωρείται κατά τους τελευταίους αιώνας ως «εν από τα επτά μυστήρια». Η θεώρησις αύτη, η οποία εμφανίζεται υπό την επίδρασιν του σχολαστικισμού της Δύσεως, επηρέασε την ήδη εξησθενημένην ευχαριστιακήν συνείδησιν των μελών της Εκκλησίας και συνέτεινε τελικώς εις την διαμόρφωσιν πολλών άλλων «μυστηρίων» και ιερών τελετών, αι οποίαι εξυπηρετούν πλέον ιδιωτικάς και ατομικάς ανάγκας των πιστών. Ούτως ευρισκόμεθα ενώπιον μιας λανθασμένης θεολογίας των μυστηρίων, δια της οποίας ερμηνεύεται εν μέρει και μη ορθώς ο τρόπος τελέσεώς των.
Εάν ανατρέξωμεν όμως εις την εκκλησιαστικήν μας παράδοσιν, θα διαπιστώσωμεν ότι η θεία Ευχαριστία ανέκαθεν εξελαμβάνετο ως το κατ` εξοχήν Μυστήριον της Εκκλησίας, το οποίον απετέλει κέντρον της καθ` όλου χριστιανικής ζωής, ενώ τα επί μέρους μυστήρια όχι μόνον ήσαν αδιασπάστως συνδεδεμένα μετ` αυτής, αλλά και εξηρτώντο εξ αυτής. Δια της εκθέσεως των μαρτυριών περί της συνδέσεως των μυστηρίων μετά της θείας Ευχαριστίας, θα αναδειχθή ενταύθα η θεία Ευχαριστία ως το κέντρον της λειτουργικής και θεολογικής παραδόσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Ελπίζω ότι το πόνημα τούτο θα συμβάλη και εις την απόδοσιν της προσηκούσης θέσεως εις την θείαν Ευχαριστίαν και κατά συνέπειαν εις την ορθήν τέλεσιν των επί μέρους μυστηρίων και ιερών τελετών. [...]
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]