Περί του όντος και της ουσίας
De ente et essentia (τίτλος πρωτοτύπου)
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-558-049-0
Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1/2013
2η έκδ., Ελληνική, Νέα, Λατινική
€ 10.60 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 240 γρ, 176 σελ.
Λατινική (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) είναι μια κορυφαία μορφή του Μεσαίωνα. Έχει συγγράψει μια σειρά από θεμελιώδη θεολογικά και φιλοσοφικά βιβλία, ανάμεσα στα οποία ιδιαίτερη θέση κατέχει το νεανικό φιλοσοφικό του πόνημα: "Περί του όντος και της ουσίας". Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο μεταφυσικής που χρησίμευε ως πανεπιστημιακό βοήθημα στο Παρίσι. Αλλά είναι τόση η πυκνότητα και η ωριμότητα του λόγου, ώστε αυτό το μικρό έργο δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα κατοπινά έργα του Ακινάτη.

Εισαγωγή του μεταφραστή
1. Η σχέση μεταξύ του Όντος και της Ουσίας
2. Τι είναι το Ον;
3. Τι είναι η Ουσία;
4. Τι είναι το Είναι;
5. Η αρχή ως ύλη εξατομίκευσης
6. Η παρούσα έκδοση
7. Επιλογή βοηθητικής βιβλιογραφίας
Θωμά Ακινάτη: Περί του όντος και της ουσίας, Κείμενο - Μετάφραση - Σχόλια
Προοίμιο
Κεφάλαιο 1ο
Τι εννοείται γενικά με τις λέξεις «ουσία» και «ον»
Κεφάλαιο 2ο
Πώς συναντάται η ουσία στις σύνθετες υποστάσεις και τι περιέχει σ' αυτές η λέξη «ουσία»
Κεφάλαιο 3ο
Πώς σχετίζεται η ουσία προς την έννοια του γένους, του είδους και της ειδοποιού διαφοράς
Κεφάλαιο 4ο
Κατά ποιον τρόπο υπάρχει η ουσία μέσα στις χωριστές υποστάσεις
Κεφάλαιο 5ο
Πώς βρίσκεται η ουσία κατά διαφορετικό τρόπο μέσα στα διαφορετικά όντα
Κεφάλαιο 6ο
Πώς υπάρχει η ουσία μέσα στα συμβεβήκοντα
ΠΙΝΑΚΑΣ ΕΝΝΟΙΩΝ

  • Στην εφημερίδα Ελευθεροτυπία (26-2-1999, σελ. 12 της «Βιβλιοθήκης») δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Παναγιώτη Τζαμαλίκου, καθηγητή φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης:


Στα ελληνικά μετά 5 αιώνες ένα έργο με επιρροή αιώνων στη δυτική σκέψη.Ένας σταθμός της φιλοσοφίας

 

Η απόδοση στα ελληνικά ενός έργου που ασκεί επί αιώνες τρομερή επιρροή στη Δυτική Σκέψη μου ήλθε σαν μια σφοδρή έκπληξη. Πρώτον, γιατί δεν πίστευα ότι θα ευρεθεί συντοπίτης που θα αναλάμβανε το επίμοχθο αυτό έργο – έργο δυσκολίας αντιστρόφως ανάλογης προς τη μικρή του έκταση. Και δεύτερον, διότι μόλις είχα τελειώσει τη μελέτη ενός νέου και δύσκολου βιβλίου, του Person in the World, της Mary Basehart. Αναλύει αυτό το βιβλίο, με άφθαστη επιστημοσύνη, το έργο της φιλοσόφου Edith Stein, η οποία έδειξε το πώς και πόσο εμπνευσμένα το νεανικό αυτό έργο του Ακινάτη χρησιμοποιήθηκε στο χώρο της Φαινομενολογίας.

Έχοντας πια συνηθίσει με την ιδέα ότι ουδέποτε αυτό το έργο θα το δούμε στα ελληνικά, ο τίτλος του έμενε αναλλοιώτως ο πρωτότυπος: Όλοι το εγνώριζαν ως το de ente et essentia και οι περισσότεροι ως de ente…Και τούτο, αφού η μοναδική ελληνική του απόδοση πάει πολλά χρόνια πίσω – για την ακρίβεια… αιώνες: Ο Γεώργιος Σχολάριος (1405-1472) είχε φιλοτιμηθεί να αποδώσει στα ελληνικά το «Του δασκάλου Θωμά από του Ακίνουβιβλίον περί του είναι και της ουσίας».

Καθώς το σκέπτομαι τώρα, πιστεύω ότι ο Τζαβάρας ήταν ένα πρόσωπο από το οποίο θα ανέμενε κανείς ότι θα επιχειρήσει το τόλμημα. Ένας άνθρωπος που δεν δίστασε να αποδώσει στα ελληνικά το «Είναι και Χρόνος» του Heidegger, όταν πολλοί (όχι αβάσιμα) υποστήριζαν ότι αυτό το έργο είναι δυνατόν να διαβαστεί μόνο από το πρωτότυπο – γιατί όχι και το de ente</em>; Επιπλέον, ο Τζαβάρας είναι ένας καθηγητής Φιλοσοφίας με παιδεία. Τοποθετώντας τον πήχυ ψηλά, καταδεικνύει αυτό που σε όλες τις άλλες χώρες είναι αυτονόητο: Ότι «οὐ παντὸς πλεῖν» εις την φιλοσοφίαν. Διότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε κοινωνίες σοβαρές και συνεκτικές, στον τόπο μας η υπόθεση της Φιλοσοφίας έχει θεωρηθεί περίπου χώρος απερίφρακτος, όπου πας ο βουλόμενος δύναται να εισέλθει και να πει και να πράξει ό,τι νομίζει. Σε αντίθεση με άλλες κοινωνίες, σε αντίθεση με άλλες επιστήμες.

Είναι όντως δύσκολο να συναντήσει κανείς αλλού το φαινόμενο της τόσο κατάφωρης ασέλγειας, η οποία, κατά καιρούς, έχει φθάσει ακόμη και στην ακαδημαϊκή διδασκαλία της Επιστήμης της Φιλοσοφίας από άτομα τα οποία αυτοχρίζονται ειδικοί, διότι «πιστεύουν» ότι είναι φιλόσοφοι με τάλαντο. Ως γνωστόν, ουδείς εξ όσων υπέστησαν την βάσανο από την κοινότητα των φιλοσόφων – και αξιώθηκαν την εξ αυτών αναγόρευση, ως ομοτέχνων – διενοήθη ποτέ να διδάξει Φυσική, Χημεία ή Οικονομικά στην Ελλάδα. Αντίθετα, ο φιλοσοφικός στοχασμός ταλαιπωρείται από δοκησισόφους ημιμαθείς όλων των ειδικοτήτων, οι οποίοι αντιποιούνται μία λειτουργική μυσταγωγία, η οποία έχει καθαγιασθεί ανά τους αιώνες. Βεβαίως, το φαινόμενο φθίνει – η κοινωνία αυτή δεν είναι πλέον υπανάπτυκτη. Και μένουν «οι εντός». Για τους οποίους, ναι μεν ισχύει αυτό που είπε ο Μάρκος Αυρήλιος, ότι «φιλόσοφος, ιερεύς τις και υπουργός θεών» – αλλά τούτο δεν καταργεί την ακρίβεια του λεχθέντος από τον H. Bergson, ότι «και η φιλοσοφία έχει τους γραμματείς και φαρισαίους της».

Η εργασία του Γιάννη Τζαβάρα δείχνει ακριβώς αυτές τις επαχθείς προϋποθέσεις του φιλοσοφικού στοχασμού. Δείχνει ότι σε μια εποχή που οι Έλληνες μαζί με τους ανά την υδρόγειο φιλοσοφούντες, εκτίθενται ασμένως σε αυστηρή διεθνή κριτική, επιθυμούν να τιμήσουν τα κριτήρια του φιλοσοφείν.

Το μικρό αυτό έργο του Θωμά Ακινάτη έχει πολλές δυσκολίες. Ο μέγας σχολαστικός το έγραψε πριν από τη Summa Theologiae, ως ένα εγχειρίδιο Μεταφυσικής προορισμένο για πανεπιστημιακό βοήθημα των Δομηνικανών μοναχών που εσπούδαζαν στο Παρίσι.

Μίλησα για δυσκολία και για τόλμημα του Τζαβάρα. Σε τι συνίσταται αυτή η δυσκολία; Δεν υποτιμώ κατ’ αρχήν τη μεταφραστική δυσχέρεια από το λατινικό κείμενο, το οποίο ευστόχως περιλαμβάνεται αυτούσιο στην έκδοση. Στο ζήτημα αυτό ο μεταφραστής τα πήγε έξοχα. Και τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη μεταφραστική ελευθερία που ο ίδιος επέτρεψε στον εαυτό του, προκειμένου να αποδώσει τη φιλοσοφική ουσία: Όταν για τη λατινική ratio υπάρχει το στερεότυπο (να μην το πω βαρβαριστί, κονσερβαρισμένο) «λόγος», ο Τζαβάρας με άνεση αποδίδει τουλάχιστον τέσσερις σημασίες του όρου: Η ratio κατά περίσταση αποδίδεται ως «έννοια», «επιχείρημα», «λόγος», «αιτία». Όπως και το principium αποδίδεται όχι μόνο ως «αρχή», αλλά και ως «αιτία», «στοιχείο», «θεμέλιο». Πιστεύω ανεπιφύλακτα ότι επ’ αυτού ο Τζαβάρας δεν δικαιούται κάποια συγκατάβαση, αλλά αυτόχρημα το εύγε και το θαυμασμό. Αν προσωπικά θα διαφωνούσα με κάποιες πεποιημένες λέξεις του, αυτές δεν ευρίσκονται στο χώρο του μεταφρασμένου κειμένου, αλλά στο χώρο των σχολίων.

Και τούτο με φέρνει στο κυριότερο σημείο: Μίλησα παραπάνω για το αίτημα διασώσεως της φιλοσοφικής ουσίας της σκέψης του πρώιμου Ακινάτη, όπως εκφαίνεται στο έργο αυτό. Σε σχέση με αυτό είναι που μίλησα προηγουμένως για τόλμημα, και όχι σε σχέση με το (πάντως όχι ευκαταφρόνητο) ζήτημα της μετάφρασης του κειμένου.

Το έργο αυτό έχει κάποιες προϋποθέσεις, που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Πρώτη, είναι ο Αριστοτέλης και ειδικότερα η Μεταφυσική του. Τον Σταγειρίτη, πάντα με το μέγιστο σεβασμό, ο Ακινάτης ονομάζει γενικώς «ο Φιλόσοφος». Δεύτερη προϋπόθεση είναι οι ερμηνείες της Μεταφυσικής του Αριστοτέλη, όταν πλέον είναι παραδεκτό ότι δεν πρόκειται για ένα ενιαίο έργο, αλλά για σύνολο από κατά παράταξιν πραγματείες, όχι όλες τετελεσμένες. Τρίτη προϋπόθεση είναι το πώς μετέδωσαν τον Αριστοτέλη στον Ακινάτη οι αραβικές του πηγές, εννοώ σχολιαστές όπως ο Αβερρόης (1126-1198), τον οποίον ο Θωμάς ονομάζει παντού με τον τίτλο «ο Σχολιαστής». Τέταρτη προϋπόθεση είναι τα κάποια κενά του νεαρού Θωμά, σε ό,τι αφορά θεμελιώδεις αριστοτελικές παραδοχές, όπως λόγου χάρη οι «τρόποι» με τους οποίους λέγεται το «ον καθ’ εαυτό». Ο Ακινάτης θεωρεί ότι είναι δύο, ο Τζαβάρας ορθώς τον διορθώνει, λέγοντας ότι είναι τρεις. (Υποθέτω ότι ακολουθεί πιστά – κατά την άποψή μου, ορθότατα – την ανάλυση του Brentano, όπως αυτή εκτέθηκε στη διδακτορική του διατριβή).

Στις τέσσερις παραπάνω προϋποθέσεις προστίθεται μία Πέμπτη. Και αυτή είναι η προσωπική φιλοσοφική θεώρηση των πραγμάτων εκ μέρους του μεταφραστή και σχολιαστή. Και αυτή είναι προφανέστατα η «υπαρξιακή» θεώρηση.

Ίσως η ανωτέρω παράθεση των προϋποθέσεων αυτών να μη καθιστά άμεσα προφανείς τις δυσκολίες του εγχειρήματος του Τζαβάρα. Όμως αυτές υπάρχουν, είναι εκεί, και δεν θα ήμουν ειλικρινής εάν δεν έλεγα ότι, σε κάποιο βαθμό, δεν στάθηκε ολότελα δυνατόν να ξεπερασθούν.

Τι εννοώ; Ας αρχίσω από το τελευταίο, την προσωπική φιλοσοφική τοποθέτηση του σχολιαστή. Η οποία είναι προφανώς σεβαστή – τούτο δεν συζητείται. Κατά βάθος, όμως, αυτή στέκει αντιδιαμετρικά προς τον ίδιο τον συγγραφέα, το Θωμά Ακινάτη. Για την υπαρξιακή φιλοσοφία ισχύει αμετακίνητα ο αυτοπροσδιοριστικός «χρησμός» του Sartre: Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας.

Τούτο όμως για τον Ακινάτη θα ήταν απαράδεκτο: Γι’ αυτόν, η ουσία δεν έπεται, αλλά προηγείται ενός οιουδήποτε εμπειρικού όντος και χάρη σε αυτήν το ον δέχεται το Είναι. Και σε τι πειράζει; θα πει κάποιος. Σε τίποτε, θα έλεγα, αν δε με προβλημάτιζαν μερικά στοιχεία που ο Τζαβάρας «βλέπει» στον Ακινάτη: Εκείνη η «εξαιρετικά γόνιμη αντίληψη περί ύπαρξης», που τελεί σε «αντιπαράθεση» με εκείνο «το ουσιώδες Κάτι που είναι η ουσία». Και ότι «το ακινάτειο Είναι δεν περιορίζεται στο χονδροειδές δεδομένο της σκέτης ύπαρξης». Αυτές οι διακρίσεις της «ύπαρξης» σε «σκέτη ύπαρξη» και «ευγενέστερη αντίληψη» περί αυτής μού δημιούργησαν πλήθος από ερωτήματα, για τα οποία όμως ο χώρος εδώ δεν επαρκεί. Για να το πω λίγο πιο απλά και πιο καθαρά: Αν ο μεταφραστής είχε να κάνει με τον G. Hegel, είναι βέβαιο ότι δεν θα είχε τέτοια περιθώρια ερμηνείας. Διότι ο ίδιος ο Hegel δεν αφήνει τέτοια περιθώρια: «Η αλήθεια του Είναι είναι η ουσία», αναφέρει στο δεύτερο βιβλίο του Περί της Ουσίας, την οποία διδάσκει στο πλαίσιο όχι κάποιας Μεταφυσικής, αλλά της Λογικής.

Μια άλλη δυσκολία του μεταφραστή δίνει επίσης το παρόν: Είναι αναντίρρητα προφανές ότι δεν μπορεί κανείς να διαβάσει τον Ακινάτη, αν δεν έχει αφομοιώσει (όσο γίνεται) τον Αριστοτέλη, εν προκειμένω, όλη την τρομερή αμφισημία και δυσκολία των Μετά τα Φυσικά. Ο Τζαβάρας επιχειρεί το ακατόρθωτο – και μέσω των σχολίων του αποδύεται σε μια εξαρχής διδασκαλία περί του Αριστοτέλη (θα έλεγα, μορφής που θυμίζει πανεπιστημιακό μάθημα σε αρχάριους). Τα κίνητρά του είναι προφανώς τα ευγενέστερα. Αλλά φοβούμαι ότι ο αμύητος αναγνώστης (αυτό που λέμε «ο μέσος μορφωμένος») θα μείνει στον Αριστοτέλη και θα χάσει τον Ακινάτη. Ουδεμία αντίρρηση ότι ένα τέτοιο έργο δεν είναι δυνατόν να αποδοθεί χωρίς εκτεταμένο σχολιασμό. Αλλά αν αυτός φθάσει μέχρι του σημείου να εκτίθενται οι «τρόποι» με τους οποίους λέγεται το «ον καθ’ εαυτό» ή αν πρέπει να παρατεθούν ενημερωτικώς μία προς μία οι «δέκα κατηγορίες», τότε στο εγχείρημα κυριαρχεί περισσότερο η εισαγωγή στον Αριστοτέλη και λιγότερο οι απόψεις του Θωμά περί του Όντος και της Ουσίας.

Απευθυνόμενος όμως προς τον αναγνώστη, θα υποστηρίξω ότι, αν έχει την υπομονή να επωφεληθεί από αυτήν την ευσυνείδητη σχολιαστική προσπάθεια του Τζαβάρα, τότε το κέρδος του θα είναι διπλό: Θα έχει γνωρίσει ένα έργο του Ακινάτη, του οποίου η εμφάνιση στην ελληνική βιβλιογραφία συνιστά σημαντικό γεγονός, που θα πρέπει να χειροκροτηθεί. Ταυτόχρονα δε, θα έχει αποκομίσει θεμελιώδεις γνώσεις περί του Αριστοτέλη και μάλιστα κατά τη διαλεκτική του σχέση με τον μέγιστο των Σχολαστικών, του οποίου η επιρροή μέχρι σήμερα είναι αξιόλογη, παρά τα πλήγματα που έχουν εν τω μεταξύ δεχθεί η σχολαστική στάση και ανάλυση.

  • Στο περιοδικό Σύγχρονη Σκέψη 23 (1999), αρ. φύλλου 12, σελ. 3, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Γιώργου Ν. Παπαγεωργίου:

Η σχέση μεταξύ του όντος και της ουσίας είναι το θεμελιακό ερώτημα που θέτει ο Ακινάτης (13ος αι.) σ’ αυτήν εδώ τη συγγραφή του, η οποία χαρακτηρίζεται από πυκνότητα ώριμου λόγου. Ωστόσον ο μεταφραστής καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης Γιάννης Τζαβάρας –γνωστός και από άλλα περισπούδαστα έργα του–εποίησεν άθλον. Πνευματικόν άθλον, όπου τον κύριο λόγο κατέχουν τα εμπεριστατωμένα όσο και βαθυνούστατα – κατά την ταπεινή μου γνώμη – σχόλιά του. Εκεί συγκροτείται και η ερμηνευτική πληρότητα του λόγου του. Προϋπόθεση, βέβαια, για ένα τέτοιο επίτευγμα, η συστηματική καλλιέργεια σε συνδυασμό με τον υπέρμετρο ζήλο για τις ανθρωπιστικές σπουδές. Και το σπουδαιότερο: Χωρίς να ολισθαίνει ο μεταφραστής σε γενικεύσεις κι επίφοβες εξαπλουστεύσεις, κρατημένος γερά από τον υπεύθυνο/κραταιό άξονα του «ἐτάζειν», μεταδίδει και στον μέσο αναγνώστη το «κρύφιο» μήνυμα της συγγραφής αυτής όταν ο Μεσαίωνας ευρίσκετο στο αποκορύφωμά του. Και μάλιστα όλ’ αυτά, καθώς η εποχή μας επιμελώς αποφεύγει την επαρκή εμβάθυνση. (Παρόλον ότι ο αιώνας μας χαρακτηρίζεται «πυρηνικός», ο κόσμος του ίσταται στο επιφαινόμενο περικάρπιο και δεν έχει τον καιρό για κάθοδο στον πυρήν/ουσία της ζωής, στον «έσω» δηλ. καρπό της ζωής του ανθρώπου). Το κέρδος, βέβαια, από την ανάγνωση του εν λόγω έργου, δεν είναι λόγου χάρη τόσο στο «πώς βρίσκεται η ουσία κατά διαφορετικό τρόπο μέσα στα διαφορετικά όντα» ή «Πώς υπάρχει η ουσία μέσα στα συμβεβηκότα», όσον ότι ο σύγχρονος αναγνώστης διαβλέπει την αρχαιοελληνική σκέψη (σε τούτο συνέβαλε τα μέγιστα ο καθηγητής Γιάννης Τζαβάρας με τη συγκριτική μέθοδο του σχολιασμού του) παρόλον ότι η μεσαιωνική ζοφερότητα σκίαζε τα «πράγματα». Η ζοφερότητα…, η τότε… Αλλά σήμερα, ποιος ο φωτισμός; Να υποθέσουμε ότι ο άνθρωπος των «ημερών» μας (ο ευρισκόμενος χωρίς αντισεισμικό πλέγμα φιλοσοφικού στοχασμού στο επίκεντρο των τεχνολογικών δονήσεων, όπου και έκλυση της μόλυνσης του περιβάλλοντος), δεν βλέπει να πλανάται το φάσμα του οριστικού χαμού του; Και ως εκ τούτου δεν τίθεται κάθε τόσο, στον τρομαχτικό ζόφο της συνείδησής μας, το κορυφαίον ερώτημα, ποια είναι η μόνη οδός σωτηρίας; Στον Μεσαίωνα, σίγουρα ήταν ο Θεός Αλλά οι καιροί μας τι φρονούν περί αυτού; Η εποχή μας, ομολογουμένως, δεν είναι και τόσον ευχαριστημένη ούτε από την σχετικότητα του Αϊνστάιν μήτε από την αταξίαν ή το νόμο της απροσδιοριστίας του Μαξ Πλανκ. Άρα, ούτως ή άλλως, αναζητεί – έστω και διαφοροτρόπως – το απόλυτον. Άραγε, τι μέλλει γενέσθαι; Ιδού, με την ευκαιρία, και τρεις παραλλαγές τού Μήπως: Μήπως ο «καινός» άνθρωπος, είτε πιστός είναι αυτός είτε άπιστος, ομολογεί ενδόμυχα «συν Αθηνά και…» η επάνοδος στις ανθρωπιστικές σπουδές; Και η εξομολόγησή μου: Μήπως ο πανεπιστημιακός καθηγητής Γιάννης Τζαβάρας υπαινίσσεται – διαμέσου Θωμά Ακινάτη και παλαιότερον Πλωτίνου – την επιστροφή στις πρωταρχικές πηγές του αρχαιοελληνικού λόγου; Μήπως «ἤγγικεν ἡ ὥρα» ν’ αναφωνήσουμε την προγονική προτροπή «Πίσω στα τείχη»; Στα πανάρχαια (μη καταναλωτικά) τείχη;