Οι μύγες
Les Mouches (τίτλος πρωτοτύπου)
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-248-265-0
Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 9/1987
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 9.53 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 116 σελ.
Γαλλικά (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Πόσο σίγουροι είμαστε ότι δεν παίζουμε κάποιον ρόλο την ίδια στιγμή που λέμε «αποφεύγω να πάρω μία συγκεκριμένη θέση»; Τι μας βεβαιώνει, ακόμα και τότε, ότι η πράξη μας δεν είναι θέατρο, δεν κατευθύνεται; Το κριτήριο στηρίζεται μόνο στον βαθμό της προσωπικής υπευθυνότητας που υπάρχει στις πράξεις μας· τότε μόνο υπάρχει αληθινή αντιμετώπιση, από τη δική μας μεριά, της ατομικής ελευθερίας.

Ο νεαρός Ορέστης μεγαλωμένος στην άνεση και την ανευθυνότητα, μακριά από την πραγματική του οικογένεια, όπου θα έπρεπε να εκδικηθεί για τον φόνο του πατέρα του, στην αρχή σκέφτεται να συνεχίσει να ζει ανέμελα. Ωστόσο ο Ορέστης νιώθει μιαν ανησυχία. Αν τίποτα δεν του εναντιώνεται, τότε τίποτα δεν του ανήκει. Ξαναγυρίζει, λοιπόν, στο Άργος, την πόλη που γεννήθηκε χωρίς να ξέρει τίποτα για την ιστορία της. Μαθαίνει για το έγκλημα, το οποίο θα μπορούσε να εκδικηθεί, αλλά τότε ο κοινωνικός κομφορμισμός παρεμβαίνει με τη μορφή του Δία. Θα αρνηθεί τον κομφορμισμό που τον συμβουλεύει να μη διαταράξει την κοινωνική γαλήνη. Τη στιγμή λοιπόν που αποφασίζει να δράσει, ανακαλύπτει την ελευθερία· ανακαλύπτει πως μπορεί να διαλέξει τι μορφή θα πάρει ο κόσμος χάρη σε αυτόν, κι ας πρέπει να πληρώσει την υπευθυνότητά του. Το μεγαλείο του ανθρώπου στηρίζεται στη δέσμευση και στη θέλησή του να γίνει υπεύθυνος για κάτι.

Jean Paul Sartre: Σφυρηλάτες του μύθου - Οι νέοι δραματουργοί της Γαλλίας
Οι Μύγες και η οδύσσεια της ελευθερίας
Οι Μύγες, το θεατρικό έργο

Τρίπρακτο δράμα με 12 πρόσωπα: 7 άντρες και 5 γυναίκες, επίσης άντρες, γυναίκες, ερινύες, υπηρέτες, φύλακες του παλατιού

ΠΡΟΣΩΠΑ
ΔΙΑΣ
ΟΡΕΣΤΗΣ
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΠΡΩΤΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ
ΑΡΧΙΕΡΕΑΣ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΦΥΛΑΚΑΣ
ΗΛΕΚΤΡΑ
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ΠΡΩΤΗ ΕΡΙΝΥΑ
ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΜΙΑ ΓΡΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
ΑΝΔΡΕΣ
ΓΥΝΑΙΚΕΣ
ΕΡΙΝΥΕΣ
ΥΠΗΡΕΤΕΣ
ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ

Γυναικείος μονόλογος: σελ. 41-42 (ΗΛΕΚΤΡΑ)

Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ (1905-1980) πιστεύοντας πως για να μεταμορφώσεις τον κόσμο, δίνοντάς του το νόημα που εσύ θέλεις, πρέπει να διαλέξεις και να δράσεις, γράφει ένα πολύ σημαντικό θεατρικό έργο τις «Μύγες» (1943), εμπνευσμένο από τον αρχαίο ελληνικό μύθο των Ατρειδών και έχοντας ως μήτρα την Ορέστεια του Αισχύλου και πιο συγκεκριμένα τις Χοηφόρους. Ένα έργο ενάντια στην τυραννία, στην απολυταρχία, στον καθολικισμό και στον αμφιλεγόμενο κυρίως για τη συνθηκολόγησή του με τη Ναζιστική Γερμανία, Γάλλο στρατάρχη και πολιτικό, Πεταίν.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Ορέστης, ο οποίος βρίσκεται μακριά από κάθε ασφάλεια και αθωότητα. Ανήκει σ’ αυτούς, που μοίρα τους είναι να ζουν όλο τον γρίφο του ανθρώπινου πεπρωμένου, στο υψηλότερο σημείο ενός προσωπικού μαρτυρίου, μιας προσωπικής κόλασης προκειμένου να δώσουν περιεχόμενο στη ζωή τους και ν’ ανοίξουν έναν δρόμο προς την ελευθερία.

Στα είκοσί του χρόνια ο Ορέστης ξαναγυρίζει στο Άργος, στην πόλη που γεννήθηκε, χωρίς να ξέρει τίποτα για την ιστορία της. Είναι μια πόλη με «ξέπνοα ξεφωνητά», «κούφια πατήματα», «παντέρημα σοκάκια», με «κατάκλειστες μισοσκότεινες αυλές», «γυμνούς τοίχους»  και «βουνίσιους ανθρώπους».Κανείς δεν του δίνει σημασία. Νιώθει τόσο μόνος, αποξενωμένος και έρημος! «Γεννήθηκα σ’ αυτόν τον τόπο και πρέπει να γυρεύω τον δρόμο μου σαν ξένος», ομολογεί.

Μαθαίνει απ’ τον Δία για το έγκλημα που βαραίνει την πόλη αυτή. Η μητέρα του, Κλυταιμνήστρα κι ο εραστής της ο Αίγισθος, ο σημερινός βασιλιάς του Άργους μ’ ένα βρώμικο σχέδιο δολοφόνησαν τον πατέρα του, τον Αγαμέμνονα, στον γυρισμό του απ’ τη νικηφόρα εκστρατεία του στην Τροία. Οι Αργίτες είναι συνένοχοι. Ενώ γνώριζαν τι θα συμβεί, δεν μίλησαν. Η θανάσιμη πλήξη τους, τους έκανε να διψούν για έναν βίαιο θάνατο.

Οι συνέπειες ήταν οδυνηρές. Η τιμωρία, η θεία Δίκη που ακολουθεί πάντα ένα έγκλημα, έχει στο έργο αυτό τη μορφή των μυγών. Οι Μύγες, που υποκαθιστούν τον ρόλο του Χορού στην τραγωδία, κατακλύζουν την πόλη, είναι ένα σύμβολο εξουσίας, είναι ο αδιέξοδος μαρτυρικός δρόμος του εξιλασμού και της μετάνοιας, που υπενθυμίζει κάθε στιγμή στους Αργίτες πως είναι αμαρτωλοί.

Οι νεκροί απ’ την άλλη μεριά, που επισκέπτονται το Άργος μια φορά τον χρόνο ανεβαίνοντας απ’ τον Άδη, είναι ένα πνεύμα εκδίκησης, δυστυχίας, πίκρας, οργής και μίσους για τους ζωντανούς. Οι νεκροί δεν νιώθουν ποτέ έλεος, διότι δεν θα ξαναζήσουν. Έχουν γίνει οι αιώνιοι φύλακες των εγκλημάτων του Άργους, που ταπεινώνουν κι εξευτελίζουν τις αξιοθρήνητες ψυχές των πολιτών.

Οι μύγες, οι νεκροί, οι τύψεις της αμαρτίας, η ενοχή, ο πόνος, η δυστυχία, τα βουλιαγμένα πρόσωπα, τα ματωμένα χείλη, τα σκυμμένα κεφάλια, οι κομμένες ανάσες κι ο τρόμος κυριαρχούν και συνθέτουν το σκηνικό της πόλης αυτής.

Ο Ορέστης, αν και οφείλει να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του και ν’ απαλλάξει τους συμπατριώτες του απ’ τα βασανιστικά δεσμά της ενοχής, εντούτοις διστάζει. Νιώθει μακριά απ’ τη ζωή της πόλης και τα προβλήματα των ανθρώπων της. Έχει μεγαλώσει μες στη χαρά, στην άνεση, στην ανευθυνότητα. Δεν έχει οικογένεια, δεν έχει πατρίδα, ούτε θρησκεία, ούτε επάγγελμα. Είναι νέος, πλούσιος, όμορφος, σοφός, ανέμελος κι ελεύθερος από κάθε υποχρέωση. Δεν έχει πιστέψει πουθενά και δεν έχει δεσμευτεί με τίποτα ως τώρα. Θεωρεί πως είναι ένας ανώτερος άνθρωπος. «Μου χάρισες τη λευτεριά των φύλλων που παρασύρει ο άνεμος απ’ τα κλαδιά των δέντρων και πετάνε ανάλαφρα πάνω στη γη. Είμαι αλαφρύς σαν ένα φύλλο και ζω μες στον αγέρα», θα πει στον παιδαγωγό του.

Αναρωτιέται, λοιπόν, για ποιο λόγο να τιμωρήσει ένα φονικό που έγινε πριν είκοσι χρόνια και να διαταράξει τους νόμους και την ηθική τάξη της πολιτείας αυτής. Ο ίδιος δεν πήρε μέρος στο έγκλημά τους και δεν μπορεί να μοιραστεί τη μετάνοια τους. Είναι προκλητικά αθώος. Η απόσταση ανάμεσα σ’ αυτόν και στους Αργίτες είναι τεράστια, δεν γεφυρώνεται. Μήπως το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να φύγει; Γιατί να έχει φασαρίες και μπλεξίματα; Μάλλον θα πρέπει να φύγει, γιατί αλλιώς θα τους καταστρέψει.

Αυτές τις σκέψεις του έρχεται να τις επιδοκιμάσει και να τις εμψυχώσει ο Δίας, ο βασιλιάς των θεών, που στο έργο αυτό είναι η μορφή και το σύμβολο του κοινωνικού κομφορμισμού, του προσηλυτισμού, της καταναγκαστικής υποταγής. «Άφησέ τους και φύγε, παλικάρι μου. Παράτησέ τους. Αν τους αγαπάς έστω και λίγο, φύγε. Οι θεοί αγαπάνε αυτές τις αξιοδάκρυτες ψυχές. Ο φόβος και η αμαρτωλή συνείδηση γιομίζουν μ’ ένα μεθυστικό αναθυμίαμα τα ρουθούνια των θεών», προτρέπει και συμβουλεύει τον Ορέστη.

Πόση, όμως, υποκρισία κρύβουν τα λόγια του! Ο υποτιθέμενος αυτός θεός δεν αντιπροσωπεύει παρά τον φόβο, που καθησυχάζει τους ανθρώπους για να μην αλλάξουν τα συμβατικά και καθιερωμένα. Όλες οι εγκληματικές βλέψεις και τα υποχθόνια παιχνίδια του θεού φαίνονται καθαρά στον διάλογό του με τον βασιλιά Αίγισθο, τον οποίο αγαπά γιατί μοιάζουν. Ο Αίγισθος είναι ο θεός της γης, που επιβάλλει την πειθαρχία στον κόσμο. Ο Δίας λατρεύει το σκοτεινό και τυφλό έγκλημα του βασιλιά αυτού, γιατί ήταν το μέσο για να βυθιστούν είκοσι χιλιάδες άνθρωποι στη μετάνοια. Ο φόνος του Αγαμέμνονα από τον Αίγισθο ήταν μάλλον ένα ύπουλο θεϊκό κακούργημα παρά μια ανθρώπινη πράξη.

Ο Δίας και ο Αίγισθος γνωρίζουν καλά, πως το θλιβερό μυστικό των θεών και των βασιλιάδων είναι η λευτεριά των ανθρώπων. Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν συνεχώς καρφωμένα τα μάτια τους στον Δία, έτσι ώστε να μην τους μένει καιρός να κοιτάξουν μέσα τους. Ο στοχασμός θα τους οδηγήσει στην ανάγκη να ελευθερωθούν, ενώ ο φόβος τους καθηλώνει στην ενοχή. Άλλωστε, αυτοί που δεν στοχάζονται χειραγωγούνται ευκολότερα, δασκαλεύονται γρηγορότερα, αγελάζονται, τρέφονται από μισές αλήθειες και φανατισμούς, γίνονται βορά των επιτηδείων. Αυτό είναι το όραμα του Δία. Ο Ορέστης είναι, όμως, η απειλή. Πρέπει να φύγει, γιατί αν επαναστατήσει μέσα του η λευτεριά, θα είναι πολύ αργά για τον θεό.

Ο Ορέστης βρίσκεται μπροστά σ’ ένα μεγάλο δίλημμα. Οφείλει να προβληματιστεί, να επιλέξει και να δράσει. Βρίσκεται θα λέγαμε μπροστά στο γνωστό «είτε…είτε»  του Ζ. Κίρκεγκωρ. Είτε θα φύγει υποταγμένος και ντροπιασμένος σαν ένας ανεύθυνος ταξιδιώτης, είτε θα πάρει στα χέρια του τη δικαιοσύνη και θα εκδικηθεί για το έγκλημα υπερασπίζοντας τον εαυτό του και το σπίτι του και κατακτώντας την ελευθερία του. Μέση λύση δεν υπάρχει.

Μπροστά σ’ αυτήν την κρίσιμη στιγμή της επιλογής, αρχίζει ν’ ανησυχεί, να προβληματίζεται για την ύπαρξή του και το περιεχόμενό της. Μήπως η ελευθερία, που νομίζει πως έχει, είναι κούφια και άχρηστη; Μήπως δεν ζει πραγματικά; Απ’ τη στιγμή που είναι απαλλαγμένος από κάθε πίστη και δεσμά και αφού τίποτα δεν του εναντιώνεται, μήπως και τίποτα δεν του ανήκει; Πόση μοναξιά κι αποξένωση, πόση λαχτάρα και πόθος για δράση βγαίνουν μέσα απ’ τα λόγια του! «Α! Αν υπήρχε μια πράξη, μια πράξη που να μου δίνει το δικαίωμα να μείνω ανάμεσά τους, αν μπορούσα να κυριεύσω έστω και με το έγκλημα κάτι απ’ τις αναμνήσεις τους, απ’ τον τρόμο τους, απ’ τις ελπίδες τους για να γιομίσω την ερημιά της ψυχής μου… ακόμα κι αν έπρεπε να σκοτώσω την ίδια μου τη μάνα.»

Jean-Paul Sartre

Στο δίλημμα του Ορέστη θα παίξει σημαντικό ρόλο η Ηλέκτρα. Μισεί και βρίζει τον Δία. Έχει ανακαλύψει την υποκρισία και το ψέμα του. Ξέρει καλά, πως ο θεός αυτός είναι ένα σκιάχτρο. Του βγάζεις τα ρούχα, τη μπογιά και στερεύουν τα θαύματα. Δεν γυρεύει τη συγγνώμη των θεών για                ένα έγκλημα που δεν έκανε. Οι νεκροί δεν είναι δικοί της. Περιμένει με λαχτάρα την επιστροφή του Ορέστη για να του δείξει με το δάχτυλό της τους ενόχους και να του πει: «Χτύπα, Ορέστη, χτύπα. Αυτοί είναι.»

Η στιγμή, όμως της αναγνώρισης της Ηλέκτρας με τον αδερφό της δείχνει να τη συντρίβει. Διαπιστώνει πως δεν είναι ο νέος με το σπαθί που περίμενε. Ο Ορέστης είναι απλώς μια ωραία, γαλήνια ψυχή, αλλά είναι άχρηστες οι ωραίες ψυχές για την Ηλέκτρα. Αυτή δεν θέλει παρά έναν συνένοχο. Της είναι ενοχλητική η αγνότητα, η αδυναμία κι η αθωότητα του Ορέστη. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της: «Αν μ’ αγαπάς φύγε! Η αθωότητά σου θα καταστρέψει τα σχέδια μου. Θα μείνεις εκατό χρόνια ανάμεσά μας και θά ’σαι πάντοτε ένας ξένος».

Τα λόγια και η στάση της αδερφής του συγκλονίζουν τον Ορέστη. Αποκαμωμένος, πικρά απογοητευμένος, ανίκανος να ξεχωρίσει το καλό απ’ το κακό και νιώθοντας την ανάγκη να του χαράξουν τον δρόμο του απευθύνεται στον Δία: «Δία, σε ικετεύω, αν η υποταγή κι ο ντροπιασμένος εξευτελισμός είναι ο νόμος που μου επιβάλλεις, φανέρωσέ μου το θέλημά σου μ’ ένα σημάδι, γιατί δεν μπορώ πια να δω καθαρά.»  Ο άρχοντας του κόσμου δεν φέρεται έξυπνα. Κάνει το λάθος να του απαντήσει γρήγορα κι εύκολα μ’ ένα θαύμα. Ο Ορέστης σαν να ξυπνά τότε από έναν λήθαργο, διαπιστώνει πως ο θεός αυτός ικανοποιεί κάθε απαίτηση των ανθρώπων, αλλά τους καθιστά στην ουσία ανύπαρκτους με τη δειλία, την υποταγή και τον τρόμο που τους επιβάλλει. Τότε ο ήρωας βλέπει καθαρά: «Λοιπόν, αυτό είναι το καλό! Να πισωπλατίζεις αθόρυβα και να λες πάντοτε με συγχωρείτε κι ευχαριστώ! Το καλό. Αυτό είναι το καλό τους!»

Έτσι οδηγείται στη απόφασή του. Θα συντρίψει τον κοινωνικό κομφορμισμό και θα διαταράξει την κοινωνική γαλήνη. Θα θελήσει ν’ αλλάξει τη μορφή του κόσμου αυτού, έστω κι αν χρειαστεί να πληρώσει ένα μεγάλο τίμημα. Διαπιστώνει, πως μέχρι χθες ήταν ένα τίποτα, δεν ζούσε. «Ποιος είμαι και τι έχω να χαρίσω εγώ; Μόλις υπάρχω. Είμαι πιότερο αερικό απ’ όλα τα αερικά που περιπλανιούνται σήμερα στην πόλη.»

Η υπευθυνότητα και η δράση του, όμως, θα του αποκαλύψουν ποια είναι η πραγματική, ουσιαστική και ολοκληρωμένη μορφή της ελευθερίας. Θα εκδικηθεί για τον θάνατο του πατέρα του και θ’ ανοίξει τον δρόμο προς την ύπαρξη. «Αλλά ξαφνικά η λευτεριά χύθηκε πάνω μου και με διαπέρασε. Η ανθρώπινη φύση μου χάθηκε. Δεν είχα ηλικία κι ένιωσα ολομόναχος στο κέντρο του Καλού σου κόσμου, σαν κάποιος που έχασε τη σκιά του και δεν υπήρχε πια τίποτα στον ουρανό, ούτε καλό, ούτε κακό, ούτε κανένας για να με διατάξει.»

Η πορεία του Ορέστη έχει ήδη ξεκινήσει. Η Ηλέκτρα θαυμάζει την αλλαγή και την αποφασιστικότητά του και δηλώνει συμπαραστάτης του. Ο ήρωας σκοτώνει πρώτα τον Αίγισθο. Ο βασιλιάς πληρώνει τώρα το πάθος του για την εξουσία και εξοφλεί την επιταγή της ζωής διαπιστώνοντας, ότι ήταν ένα έρμαιο στα σατανικά χέρια του Δία. Τα σωθικά του είναι άδεια, νιώθει έρημος, ένα απέραντο μηδέν. Είναι συγκλονιστική και αποκαλυπτική της ψυχής του η φράση του Σαρτρ στο στόμα του Αίγισθου: «Είναι καταθλιπτικό. Θά ’δινα όλο μου το βασίλειο για να μπορούσα να χύσω ένα δάκρυ.»  Γι’ αυτό, άλλωστε, και την ώρα που ο Ορέστης θα τραβήξει το σπαθί του για να τον σκοτώσει, θα πει: «Είναι πολύ αργά και χαίρομαι που δεν είναι τόσο αργά. Δεν θα σαλέψω καθόλου. Θέλω να με σκοτώσεις.»

Θ’ ακολουθήσει η δολοφονία της Κλυταιμνήστρας. Το έργο του Ορέστη έχει πια τελειώσει. Έχει κάνει μια πράξη που ανήκει μόνο σ’ αυτόν. Τη στιγμή εκείνη που αποφάσισε να δράσει, είχε κιόλας ανακαλύψει την ελευθερία. Έμαθε πως το μεγαλείο του ανθρώπου στηρίζεται στη δέσμευση και στη θέληση να γίνει υπεύθυνος για κάτι. Μετά την εκδίκηση του φόνου του πατέρα του κραυγάζει: «Τέλειωσα το έργο μου, Ηλέκτρα, κι αυτό το έργο ήταν το σωστό. Θα το περάσω στην αντίπερα όχθη και τότε θα το σκεφτώ. Και όσο με βαραίνει, τόσο περισσότερο θα χαίρομαι γι’ αυτό, γιατί αυτό είναι η λευτεριά μου. Χτες ακόμη προχωρούσα χαμένος πάνω στη γη και χιλιάδες μονοπάτια έφευγαν κάτω από τα βήματά μου, γιατί ανήκαν σε άλλους! Τα διάβηκα όλα, αλλά κανένα δεν ήταν ο δρόμος μου. Σήμερα δεν υπάρχει παρά μονάχα ένα κι ο θεός ξέρει που θα με βγάλει. Αλλά είναι ο δρόμος μου. Ο δρόμος μου!»

Η Ηλέκτρα απ’ την άλλη μεριά έχει κυριευτεί από έναν μεγάλο φόβο. Δεν νιώθει ελεύθερη. Αναρωτιέται, αν μπορεί ν’ αλλάξει αυτό που έγινε. Ο φόνος της μάνας της την έχει συνταράξει. Ακόμα πιο τραγικές γίνονται όμως οι στιγμές, όταν πλησιάζουν οι Ερινύες. Το φως χάνεται. Παντού σκοτάδι. Χιλιάδες είναι τα άγρια μάτια που καρφώνονται πάνω στα δυο αδέλφια, που ζητούν προστασία καταφεύγοντας στον ναό του Απόλλωνα. Μα κι εκεί δεν θα βρουν τη γαλήνη. Γύρω απ’ το άγαλμα του θεού Απόλλωνα οι Ερινύες παραμονεύουν. Είναι υπέρτατη η ηδονή γι’ αυτές να καταστρέφουν την ομορφιά. Η Ηλέκτρα βασανίζεται απ’ τους εφιάλτες. Το έγκλημα της ξεριζώνει την ψυχή. Αισθάνεται φρίκη και μίσος για τον Ορέστη. Δεν μπορεί ν’ αντέξει, γι’ αυτό και θα παραδοθεί τελικά στην τεράστια εξαγνισμένη φωτιά του πόνου των Ερινύων και θα χαθεί για πάντα στην εξαθλίωση και στη λησμονιά. Απαρνήθηκε τα όνειρά της, το πάθος της για εκδίκηση, την οργή για τους εχθρούς της και επέστρεψε στη μετάνοια αφιερώνοντας όλη τη ζωή της στον Δία για να εξιλεωθεί. Το τίμημα της σπουδαίας πράξης, που ήθελε να πραγματώσει, ήταν τόσο σκληρό κι αβάσταχτο, που την έκανε να οπισθοχωρήσει και ν’ αφεθεί στη λήθη και στη σκλαβιά. Ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ.

Αντίθετα, ο Ορέστης έχει το θάρρος της πράξης του. Το έγκλημα ήταν δικό του, το υψώνει και το δείχνει στον ήλιο. Είναι η τιμή κι η περηφάνια του. Σήκωσε πάνω του όλα τα σφάλματα, τις τύψεις, τα εγκλήματα του Άργους και τους δίδαξε μια άλλη ζωή. Παράξενη μεν, αλλά σφύζει από δύναμη, ομορφιά και μεγαλείο. Είναι πραγματικά ευτυχισμένος, έστω κι αν οι Ερινύες ουρλιάζουν γύρω του, διότι δοκίμασε απλώς να ζήσει. Στην πράξη βρήκε την αληθινή ουσία της ελευθερίας. Έπαψε να κοιτάζει ως θεατής τον κόσμο και χωρίς καμιά δέσμευση απαρνήθηκε τη μάταιη, άχρηστη, ψεύτικη, ατελέσφορη και δοσμένη ελευθερία κι ανακάλυψε τη ζεστασιά της ανθρώπινης αλληλεγγύης απ’ τη στιγμή που αναμείχθηκε με τους ανθρώπους και πήρε μέρος στους αγώνες τους. Ο Ορέστης πια θεωρεί, πως η δικαιοσύνη είναι δουλειά των ανθρώπων και δεν έχει ανάγκη να τη μάθει απ’ τους θεούς.

Ο Δίας, ο τύραννος που επιβάλλει μια απολιθωμένη ιδέα του Καλού στον άνθρωπο συνετρίβη και το παραδέχτηκε: «Όταν η λευτεριά επαναστατήσει σε μια ανθρώπινη ψυχή, οι θεοί δεν μπορούν πια τίποτα να κάνουν μ’ αυτόν τον άνθρωπο.» Άλλωστε, η ελευθερία του θεού δεν συμβιβάζεται με την ατομική ελευθερία.

Ο Σαρτρ, όπως διαπιστώνουμε, θεωρεί τον άνθρωπο ως μια φύση ολοκληρωτική κι ακαθόριστη, που θα καθορίσει την ύπαρξή της, όταν κληθεί ν’ αντιμετωπίσει ορισμένες ανάγκες μέσα σ’ έναν κόσμο απειλητικό και γι’ αυτό θα πρέπει να εργαστεί, να δράσει, να παίξει και το τελευταίο της χαρτί χωρίς να λογαριάσει τι θα της κοστίσει.

Ο Ορέστης είναι ένα πορτραίτο του σύγχρονου ανθρώπου, των προβλημάτων, των ελπίδων, των αγώνων του. Το έργο αυτό είναι, θα λέγαμε, το θέατρο του Μύθου. Μας παρουσιάζει τους μεγάλους Μύθους της ύπαρξης, της αγάπης, της ελευθερίας, του θανάτου, που αναγκάζονται να επιλέξουν και να ζήσουν τη δική τους ξεχωριστή οδύσσεια, προκειμένου να φωτίσουν, όσο γίνεται, τα ανήλιαγα βάθη της εσωτερικής τους πραγματικότητας και αυτοσυνειδησίας.

Ο Σαρτρ αντιπροσωπεύει τον λεγόμενο αθεϊστικό υπαρξισμό και η φιλοσοφία του είναι ένα είδος αλύπητης ανάλυσης της ανθρώπινης κατάστασης μετά τον θάνατο του θεού. Η έννοια-κλειδί στη φιλοσοφία του είναι η λέξη «ύπαρξη». Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζωντανό πλάσμα, που έχει συνείδηση της ύπαρξής του.

Η ύπαρξη του ανθρώπου προηγείται της σημασίας της. Άλλωστε, δεν έχει και τόση σημασία να ρωτάει κανείς γενικά κι αόριστα ποιο είναι το νόημα της ζωής. Πρέπει ν’ αποφασίσουμε μόνοι μας, πώς θέλουμε να ζήσουμε. Στην αρχή ο άνθρωπος απλώς υπάρχει, ύστερα γίνεται, όταν δηλαδή δράσει απολύτως ελεύθερα και καταστεί, επομένως, απολύτως υπεύθυνος για την ύπαρξή του. Ο άνθρωπος κατά τη στιγμή της γέννησής του είναι ένα μηδέν. Απουσιάζει το Είναι, η ουσία του, η εντελέχεια, το δυνάμει, ο εσωτερικός δηλαδή νόμος, που θα εκδιπλωθεί για να τον κάνει ενεργεία.

Θα λέγαμε πως η ύπαρξη είναι έναντι του αντικειμενικού όντος η μηδενική διάσταση, μια ρωγμή εντός της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Η ουσία είναι ταυτόσημη με την πράξη και η πράξη είναι συνέπεια της εκλογής. Μόνο κατά τη στιγμή της εκλογής ο άνθρωπος καθίσταται μοναδικός και διαχωρίζεται από το πλήθος. Γίνεται ο solus ipse.

Απόλυτη ελευθερία για τον Σαρτρ είναι η ελευθερία χάρη της ελευθερίας, η οποία καθαγιάζει το έγκλημα, αφού ό,τι γίνεται υπέρ αυτής δεν είναι έγκλημα. Ένα είναι το έγκλημα: η μετάνοια. Αντίθετα, η ομολογία και η ανάληψη ευθύνης είναι ένδειξη ήθους.

Επειδή η ύπαρξη ενός θεού ως αστυνόμου της παγκόσμιας τάξης οδηγεί στην άρση της απόλυτης ελευθερίας, γι’ αυτό κι ο Σαρτρ θεωρεί πως ο θεός είναι ένα αφελές επινόημα.

* Η Μάρθα Παπαδοπούλου είναι φιλόλογος, ηθοποιός, ποιήτρια.

https://www.fractalart.gr/oi-myges/