Η Ευρυτανία στη διαδρομή της ευρύτερης εθνολογικής σύνθεσης και διοικητικής οργάνωσης
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5376-17-8
Μάτι, Κατερίνη, 2021
Ελληνική, Νέα
€ 24.91 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
576 σελ.
Περιγραφή

Το 1833, ένα έτος μετά τη χάραξη των ηπειρωτικών ελληνοθωμανικών συνόρων, περισσότεροι από 150 οικισμοί των επαρχιών Καρπενησίου και Αγράφων αποτέλεσαν μία από τις 42 επαρχίες του Ελληνικού κράτους. Η Αντιβασιλεία έδωσε τότε αρχαία ελληνικά ονόματα στους νομούς, στις επαρχίες, στις πρωτεύουσές τους και στους δήμους. Το όνομα Ευρυτανία ήταν μια δεύτερη επιτυχέστερη επιλογή που επικράτησε το 1840. Τον 20ό αιώνα τα ξενόγλωσσα τοπωνύμια -ένας μεγάλος αριθμός- αντικαταστάθηκαν με ελληνικά.
Στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς χρόνους, προκύπτουν ζητήματα σχετικά με την εθνολογική σύνθεση της περιοχής, όλου του ευρύτερου χώρου που υπερβαίνει ακόμη και τον σημερινό ελληνικό. Οθωμανικά κατάστιχα του 15ου αιώνα, και μεταγενέστερα, τα οποία διασώζουν πολλά γνωστά ως σήμερα ονόματα οικισμών, μας επιτρέπουν να αναχθούμε στο απώτερο παρελθόν, ως τον 7ο αιώνα μ.Χ.
Μια άλλη σταθερά, το ορεινό ελάχιστα παραγωγικό τοπίο, καθόρισε την οργάνωση της ζωής σ` όλη τη προνεωτερική εποχή. Παρά τις πολύ δύσκολες συνθήκες, η Ευρυτανία παρουσίασε αύξηση του πληθυσμού της ως το 1940, αλλά από τη δεκαετία του 1950 η αγροτική έξοδος πήρε μαζικό χαρακτήρα. Ο εκσυγχονισμός άρχισε να φτάνει με πολύ αργά βήματα, που δεν ήταν αρκετά, όταν ο ενεργός πληθυσμός κατευθύνθηκε σε πόλεις του εσωτερικού και σε μακρινές υπερπόντιες χώρες.
Η Ευρυτανία διανύει πλέον μια άλλη φάση της ιστορίας της. Την καθιστούν ελκυστική η οικολογική καθαρότητα, η αισθητική του βουνού, η διαφορετική αίσθηση του χρόνου, η πολιτισμική της ιδιαιτερότητα. Ωστόσο, όλα αυτά δεν αρκούν. Δεν συνοδεύονται από θέσεις απασχόλησης. Ο πληθυσμός εξακολουθεί να φθίνει.