Βέλη από ακένωτη φαρέτρα
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5600-10-5
Εκδόσεις Ανάτυπο, Θεσσαλονίκη, 12/2021
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 17.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
16 x 23 εκ., 360 σελ.
Περιγραφή

Η Πατρίδα μας, ήταν στην πιο δεινή θέση της ιστορίας της. Οι πρόσφυγες

Πατέρες μας, αλλά και ολόκληρος ο προσφυγικός Ελληνισμός, που κυμαινόταν γύρω στο 1.500.000 άτομα, κατέφθασαν με την ψυχή στο στόμα, καραβάνια ολόκληρα, εξαντλημένοι, άρρωστοι, ρακένδυτοι, σωστά ανθρώπινα ναυάγια.

Η Ελλάδα, διχασμένη, συντριμμένη, πληγωμένη κατάστηθα, αιμορραγούσα, έπρεπε να δεχθεί, να αγκαλιάσει, να περιθάλψει, να συντηρήσει και να αποκαταστήσει όλο αυτό το μελισσολόι των παιδιών της. Αποδεκατισμένη ηίδια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, έπρεπε να στηρίξει και να τονώσει το ηθικό των προσφύγων και να τους δώσει τις βάσεις, ώστε ν’ αρχίσουν μια νέα ζωή.

Σε κάποια περιοδεία του, για εμπορικούς λόγους, ο Ερρίκος Ντυνάν

έτυχε να παρακολουθήσει, με κιάλια από ένα ύψωμα, τη διεξαγωγή της

μάχης του Σολφερίνο, μεταξύ Αυστριακών και Γαλλοϊταλικών στρατευμάτων.

Όταν έληξε η μάχη, οι τραυματίες μεταφέρθηκαν στη διπλανή κωμόπολη

Καστιλλιόνε. Ο Ερρίκος Ντυνάν επισκέφθηκε το πεδίο της μάχης, είδε τα

τρομερά αποτελέσματά της, και στη συνέχεια έφθασε και στον χώρο, όπου  τοποθέτησαν τους τραυματίες. Έφριξε από την αφάνταστη τραγωδία που αντίκρυσε. Όλοι οι τραυματίες ήταν εγκαταλελειμμένοι.

Ο ένας σπάραζε από δω κι ο άλλος από κει. Οι οιμωγές τους τάραζαν τον

αιθέρα. Οι σπαρακτικές κραυγές τους έφθαναν μέχρι τον ουρανό, κατά τη λαϊκή έκφραση. Ο Ερρίκος Ντυνάν αισθάνθηκε να του κόβονται οι ευαίσθητες χορδές της ψυχής. Το τι ένιωσε εκείνην τη στιγμή δεν επρόκειτο να το ξεχάσει ως το τέλος της ζωής του. Η θέα αυτής της σκηνής τον συνόδευε για πάντα.

Αυτήν ακριβώς τη στιγμή σπάρθηκε ο σπόρος για την ίδρυση του Ερυθρού Σταυρού.

Ο Αινείας, που ήταν από τους πρώτους σε περιουσιακά στοιχεία

και θησαυρούς, δεν πήρε τίποτε από αυτά. Πήρε το παιδί του, τον Ασκάνιο, και τη γυναίκα του, που λίγο αργότερα την έχασε, φορτώθηκε τον γέροντα πατέρα του Αγχίση, και χωρίς να πάρει τίποτε άλλο, τράβηξε προς τη θάλασσα.

Στον δρόμο συνεχώς φώναζε τους συμπατριώτες του να κατευθυνθούν

προς τα εκεί όπου βρίσκονταν τα πλοία τους αραγμένα. Στον δρόμο όλοι

τον παρατηρούσαν με τα παρακάτω λόγια: «Εσύ, άρχοντά μας, είχες στο

σπιτικό σου τόσα να πάρεις και δεν πήρες τίποτε. Κανένας από εμάς δεν είχε τόσους θησαυρούς όσο εσύ, και όμως δεν πήρες τίποτε». Σε όλους απαντούσε:

«Εγώ πήρα τον καλύτερο θησαυρό που είχα, τον γέροντα πατέρα

μου. Αυτός για μένα αξίζει περισσότερο από όλο το χρυσάφι του κόσμου».


Add: 2022-02-04 22:37:13 - Upd: 2022-02-04 22:37:13