Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη
Η ουσιαστική και η δικονομική της όψη ως λυδία λίθος του δικαστικού ελέγχου συνδρομής της
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-648-389-9
Εκδόσεις Σάκκουλα Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 11/2021
Ελληνική, Νέα
€ 34.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Σκληρόδετο
24 x 17 εκ, 358 σελ.
Περιγραφή

Το παρόν έργο ανοίγει τον κύκλο της σειράς «Πραγματείες Πολιτικής Δικονομίας». Το πρόσφατο χωλό -κοινωνικά και νομοτεχνικά- νομοθέτημα (ν. 4354/2015) που ρυθμίζει τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην υπερπενταετή διαδρομή του, αναθέρμανε τον επιστημονικό διάλογο περί της θεμελιώδους διαδικαστικής προϋπόθεσης της νομιμοποίησης προς διεξαγωγή πολιτικής δίκης και ιδίως το δικαστικό της έλεγχο. Πέρα, όμως, από τη νομιμοποίηση στη διαχείριση απαιτήσεων στο πεδίο του τραπεζικού δικονομικού δικαίου, εξίσου και η διαχείριση ακίνητης περιουσίας, μοναστηριακής και μη, αποτελεί σημείο ερίδων στην ελληνική νομολογία, όταν στις διανοιγείσες κτηματολογικές δίκες το έννομο συμφέρον για ακριβείς κτηματολογικές εγγραφές επιτελεί νομιμοποιητική λειτουργία· ενόσω η πληθώρα ένδικων βοηθημάτων διόρθωσης κτηματολογικών εγγραφών, προκαλεί ισάριθμα ζητήματα νομιμοποίησης. Τα ζητήματα αυτά επεξέτεινε και ο ν. 4389/2016 με την καθιέρωση ex lege μεταβίβασης ακινήτων του ελληνικού Δημοσίου και του ΕΟΤ προς την ΕΤΑΔ Α.Ε., με την ελληνική νομολογία να αμφιταλαντεύεται ως προς την επιλογή των νομιμοποιούμενων διαδίκων. Ακόμη, διαχρονικά παραμένουν τα προβλήματα που δορυφορούν τη νομιμοποίηση νομικών προσώπων προς διεξαγωγή δικών, και ιδίως των συνεταιρισμών, των κοινοπραξιών καθώς και των ενώσεων προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα.

Επί συνόλω, η σταχυολόγηση της επικρατούσας νομολογίας και της ισχύουσας νομοθεσίας, σε συνάρτηση με τις βασικές θέσεις των θεωρητικών του δικαίου αποτέλεσαν τη βάση, ώστε να τεθούν τα θεμέλια στα οποία θα πρέπει να οικοδομηθεί ο δικαστικός έλεγχος. Και «ραδαμάνθυος κρίσις» φαντάζει η προσφυγή στη διττή νομική φύση της νομιμοποίησης, δικονομική και ουσιαστική, η οποία οριοθετεί το βάσιμο από το παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος, προσδιορίζει τα όρια του δευτεροβάθμιου ελέγχου και κατευθύνει στην επιλογή του εφαρμοστέου αναιρετικού λόγου.