Μαρία Κυρτζάκη
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-606-133-2
Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 6/2020
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 7.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
17 x 12 εκ, 162 σελ.
Περιγραφή

Η Μαρία Κυρτζάκη γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948. Ο πατέρας της, ανάπηρος του Αλβανικού πολέμου, είχε περίπτερο στην Αγορά και η μητέρα της δούλευε όλη σχεδόν την ημέρα στα καπνομάγαζα. Η Καβάλα εμφανίζεται σε αρκετά ποιήματά της, αλλά και σε πεζές αυτοβιογραφικές καταθέσεις της, με όλο το άρωμα και το χρώμα των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Από το 1966 ώς το 1973 φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. και αμέσως μετά εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα. Ο καθηγητής της Γ.Π. Σαββίδης, που την ενθάρρυνε ένθερμα να εκδώσει την πρώτη ‘επίσημη’ ποιητική συλλογή της, τις Λέξεις, της πρότεινε να ασχοληθεί με την επιμέλεια κειμένων, στην οποία αφοσιώθηκε για δεκαετίες, παράλληλα με την εργασία της, από το 1974, στο Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, όπου υπήρξε παραγωγός εκπομπών λόγου. Δίδαξε, επίσης, για αρκετά χρόνια τη λειτουργία της γλώσσας στη Δραματική Σχολή του Θεάτρου «Εμπρός», όπου παίχτηκε, σε δική της μετάφραση, το έργο του Στήβεν Μπέρκοφ Σαν Έλληνας το 1993. Βασισμένη στο μονολογικό κείμενό της «Τυφώ», η Βουβούλα Σκούρα εμπνεύστηκε την ομώνυμη παράσταση, που ανέβηκε στο «Απλό Θέατρο» το 1996.

            Το 2003 η Κυρτζάκη τιμήθηκε για την ποιητική συλλογή της Λιγοστό και να χάνεται (2002) με το βραβείο Σωτηρίου Ματαράγκα της Ακαδημίας Αθηνών, και το 2005 συγκέντρωσε τις εννέα συλλογές της σε έναν τόμο που εξέδωσαν οι εκδόσεις Καστανιώτη, με τίτλο Στη μέση της ασφάλτου. Έκτοτε έγραψε λίγα ακόμη αλλά ισχυρά ποιήματα, που θα εξετάσουμε στην ενότητα «Η ύστερη παραγωγή». Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα σουηδικά. Την απασχολούν κυρίως η γλώσσα, ο έρωτας, η μοναξιά, ο θάνατος, το βίωμα της δικτατορίας στην ελληνική επαρχία, ο μύθος και το φυλετικό συλλογικό παρελθόν, η ιστορία και (όλο και εντονότερα τα τελευταία χρόνια της ζωής της) το πολιτικοκοινωνικό παρόν.

            H Nαταλί Σαρότ είπε κάποτε ότι αν έγραφε εύκολα κείμενα «θα πέθαινε από πλήξη». Kάπως έτσι θα πρέπει να αισθάνεται τη σχέση της με τη γραφή και η Mαρία Kυρτζάκη, όπως διαπιστώνει κανείς διατρέχοντας τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων της. Πρόκειται για ποιήματα που με τη βαθιά εσωτερικότητα και τη συχνά ανορθόδοξη σύνταξή τους απαιτούν την εγρήγορση και την ενεργό συμμετοχή μας. Όταν πάντως το πρώτο φυλλομέτρημα της περιέργειας δώσει τη θέση του στο προσεκτικότερο διάβασμα, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι η ποίηση της Kυρτζάκη αποζητά διακαώς αποδέκτη, απευθύνεται σε ένα «εσύ». Σπανιότερα μονολογεί, συχνότερα αφηγείται. Μας λέει ιστορίες προσωπικές, που όσο περνούν τα χρόνια και μπαίνει στην ωριμότητά της αποκτούν καθολικές διαστάσεις, γίνονται και ιστορίες όλων μας.

            Για την ποίηση της Κυρτζάκη έχουν διατυπωθεί ουσιαστικές παρατηρήσεις από τους κατεξοχήν γραμματολόγους της λεγόμενης «Γενιάς του ’70», τον Αλέξη Ζήρα και τον Κώστα Παπαγεωργίου, αλλά και από αρκετούς άλλους κριτικούς και λογοτέχνες, όπως τη Νόρα Αναγνωστάκη, τον Γιώργο Μαρκόπουλο, τον Γιώργο Βέη, τον Κώστα Βούλγαρη κ. ά. Έχει επισημανθεί, μεταξύ άλλων, ότι στο έργο της συνδυάζει «δυο πολύ γονιμοποιά στοιχεία, το κλασικό και το ρομαντικό. Το κλασικό, ως προς την αδρότητα του τελετουργικού ρυθμού της και ως προς τη δωρικότητα της περιγραφής της· το ρομαντικό, ως προς το μόνιμο πάθος της να βρει το σημείο ενότητας των αντιθέτων, αλλά και ως προς την υπέρβασή τους» (Ζήρας)· ακόμη, ότι η ποίησή της χαρακτηρίζεται από «έναν λόγο εναργή, παρά την κρυπτικότητά του, ίσως εξαιτίας της σωματικής-σαρκικής ιδιοσυστασίας του […] και της ιθαγένειας που στοιχειοθετείται από τον πολύριζο οργανισμό της γλώσσας» (Παπαγεωργίου) ή ακόμη ότι σε αντίθεση με τους περισσότερους ποιητές του ’70, που επιχειρώντας «να παρακάμψουν τη σεφερική ποιητική [...] καταφεύγουν στο αποσπασματικό, απογυμνωμένο, σχεδόν αφυδατωμένο στιγμιότυπο», η Κυρτζάκη «ακολουθώντας τη φορά της κίνησης από τις μεγάλες, εθνικές και ιστορικές αφηγήσεις, στα μικρά και καθημερινά, που προσδιορίζουν τον άνθρωπο της ώριμης αστικής εποχής, συμπυκνώνει, μέσα σε αφηγηματικώς ολοκληρωμένα ποιήματα, το άνυσμα ανάμεσα στην ιστορικότητα του προσώπου και την υπαρξιακή του αγωνία» (Βούλγαρης).