Intellectual Routes of the Greeks Through the Manuscript and Printed Book
Volume I 13th to mid-16th centuries
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5337-09-4
Άτων, Αθήνα, 7/2019
Αγγλικά
€ 35.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Σκληρόδετο
29 x 22 εκ, 494 σελ.
τ. 1
Ελληνική, Νέα (γλώσσα πρωτοτύπου)
Σύντομη περιγραφή
Ἡ πραγματεία αὐτή σκοπό ἔχει νά καταδείξει τόν ἀκριβή ρόλο πού ἔπαιξε τό ἑλληνικό χειρόγραφο καί τό ἔντυπο βιβλίο ὄχι μόνον ὡς φορέας ἐκπαίδευσης καί γνώσης, ἀλλά καί ὡς συνδετικός κρίκος γιά τή διαμόρφωση τῆς συνείδησης τοῦ Γένους ἀπό τήν Ἅλωση καί ἕως τά προεπαναστατικά χρόνια.
Περιγραφή

Ἡ πραγματεία αὐτή σκοπό ἔχει νά καταδείξει τόν ἀκριβή ρόλο πού ἔπαιξε τό ἑλληνικό χειρόγραφο καί τό ἔντυπο βιβλίο ὄχι μόνον ὡς φορέας ἐκπαίδευσης καί γνώσης, ἀλλά καί ὡς συνδετικός κρίκος γιά τή διαμόρφωση τῆς συνείδησης τοῦ Γένους ἀπό τήν Ἅλωση καί ἕως τά προεπαναστατικά χρόνια. Ὡστόσο, τό ἑλληνικό στοιχεῖο ἄρχισε νά σχηματίζει εἰκόνα τῆς κατάστασης στήν ὁποία εἶχε περιέλθει ἤδη ἀπό τό 1204, μέ τήν κατάληψη τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Σταυροφόρους, καθώς ἀπό τότε διαμορφώθηκε ἕνα νέο πολι­τικό-θρησκευτικό-οἰκονομικό καθεστώς, στά ὑπό τήν ἐπικυριαρχία τῶν Βενετῶν κυρίως, ἀλλά καί τῶν Φράγκων, ἑλληνικά ἐδάφη.

Μέ τήν Partitio Romanae –σύμφωνο διαμελισμοῦ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας μεταξύ τῶν Λατίνων– νησιωτικές καί χερσαῖες περιοχές ἀποδόθηκαν ὡς λάφυρα στή Γαληνοτάτη Δημοκρατία, στούς Φράγκους καί τούς Γενοβέζους, ἐνῶ ἄλλα ἐκχωρήθηκαν ἀπό τόν Λατίνο αὐτοκράτορα τῆς Κωνσταντινούπολης σέ μέλη τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀριστοκρατίας, ἰσχυρές ἡγεμονικές οἰκογένειες ἤ καί θρησκευτικά τάγματα, ὅπως ἡ Ρόδος, πού διετέλεσε ἕδρα τοῦ Τάγματος τῶν Ἱπποτῶν.

Τό σύστημα διοίκησης τῶν περιοχῶν αὐτῶν ἦταν φεουδαλικό, μέ ἀποκλίσεις κατά περίπτωση, καί μπορεῖ τό μοντέλο αὐτό νά μήν διέφερε οὐσιαστικά ἀπό τόν βυζαντινό μηχανισμό διοίκησης, ὡστόσο ἡ πολύχρονη ἐπικοινωνία καί ἐξάρτηση ἀπό τούς Λατίνους ἐπέδρασε ποικιλοτρόπως στό ἑλληνικό στοιχεῖο. Οἱ ἐπιδράσεις αὐτές εἶχαν διαφορετικά ἀποτελέσματα κατά περίπτωση, ἄλλοτε εὐεργετικά καί, ἐκ πρώτης ὄψεως, ἄλλοτε ὄχι. Ἄν θεω­ρήσουμε ὅτι ὁ ἐπερχόμενος ὀθωμανικός κίνδυνος ἦταν ἀναπόφευκτος καί ὅτι ἡ κατάλυση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἦταν θέμα χρόνου, τότε ἡ ἐξασφάλιση νησίδων «ἐλευθερίας» καί ἐπικοινωνίας μέ τά πνευματικά κέντρα τῆς Ἰταλίας θά ἀποδειχθεῖ ἀποφασιστική παράμετρος γιά τήν ἑνότητα τοῦ Γένους. Δύο εἶναι κυρίως οἱ παράγοντες πού διαμόρφωσαν τή νέα τάξη πραγμάτων, ὁ ἕνας ἔχει θρησκευτικό χαρακτήρα καί ὁ ἄλλος πολιτικό-κοινωνικό, μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου.

Σέ θρησκευτικό ἐπίπεδο, ἡ Καθολική Ἐκκλησία δέν ἔπαψε ποτέ νά θεωρεῖ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς σχισματική, κυρίως ἀπό τήν ἐποχή τοῦ πατριάρχη Φωτίου Α´ (9ος αἰώνας). Ἡ κυρίευ­ση δέ τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό τούς Σταυροφόρους τό 1204 μετέτρεψε διαμιᾶς τίς δογματικές διαφορές μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, δηλαδή τό βασικό ζήτημα τοῦ filioque, σέ ἄσβεστο μῖσος τῶν ὀρθοδόξων ἀπέναντι στούς καθολικούς. Στή συνέχεια μάλιστα τῆς «μεγάλης προδοσίας», ὅπως ἔχει χαρακτηριστεῖ τό ἐγχείρημα αὐτό ἀπέναντι στή χριστιανοσύνη, ἡ πολιτική τῆς Ἁγίας Ἕδρας στά ὑπό τήν κατοχή της ἑλληνικά ἐδάφη εἶχε ὡς ἀπώτερο στόχο τήν περιθωριοποίηση τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου καί τήν ὑφαρπαγή τῶν κατά τόπους περιουσιακῶν στοιχείων του. Ἡ κίνηση αὐτή εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά ἐπιτείνει τήν ἀποστροφή τῶν ὀρθοδόξων ἀπέναντι στούς καθολικούς, κάτι πού δέν κατόρθωσε νά ἁπαλύνει ἤ νά μεταστρέψει ἡ μεγάλη Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας (1437-1439), πού κλήθηκε γιά νά διερευνήσει τούς ὅρους γιά τήν Ἕνωση τῶν δύο Ἐκκλησιῶν.

Ἐπακόλουθο τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ἦταν ἡ περαιτέρω διεύ­ρυνση τοῦ Χάσματος πού χώριζε τίς δύο Ἐκκλησίες, προσθέτοντας δηλαδή στά δογματικά θέματα καί πολιτικά-οἰκονομικά. Τά ἐπίσημα Πρακτικά τῆς Συνόδου μπορεῖ νά τά προσυπέγραψε ὁ αὐτοκράτορας Ἰωάννης Παλαιολόγος, ὡστόσο οἱ καθολικοί πλανήθηκαν, καθώς ὑπολόγιζαν ὅτι ἡ ὑπογραφή του δέσμευε καί τήν κεφαλή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, δηλαδή τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Ἡ κατα­κραυγή κατά τῆς Ἕνωσης ἦταν σχεδόν καθολική στήν Κωνστα­ντινούπολη, ὅπου καί ἄρχισε νά διαμορφώνεται ἔντονη ἀνθενωτική κίνηση, μέ ἡγέτη τόν Μάρκο Εὐγενικό. Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, ἡ Καθολική Ἐκκλησία θεωροῦσε ὅτι τό ζήτημα εἶχε λήξει μέ τή Σύνοδο καί ἔτσι ἐκλάμβανε ὡς ἐν δυνάμει ἑνωτικούς ὅλους τούς ὀρθοδόξους στά ὑπό τήν κυριαρχία τῶν Δυτικῶν ἐδάφη. Ἡ πολιτική αὐτή εἶχε ὡς ἐπακόλουθο νά συσπειρώσει ἀκόμη περισσότερο τόν ὀρθόδοξο κλῆρο, ἀλλά καί νά φέρει πιό κοντά τούς πιστούς μέ τήν Ὀρ­θοδοξία. Ἐπιπροσθέτως, τά μέλη τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου καί οἱ πιστοί συγκρίνοντας τήν πολιτική τῶν Λατίνων μέ τήν τουρκική πολιτική ἀπέναντι στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τάσσονταν μέ τήν πλευρά τῶν Τούρκων. Δεῖγμα τῆς πολιτι­κῆς τους διαφάνηκε ἀπό τίς ἐνέργειες τοῦ σουλτάνου Μουράτ Β´ (1421-1451) τότε πού κατέλαβε τά Μετέω­ρα, ὁ ὁποῖος ἐξύψω­σε τούς τοπικούς ἱεράρχες στό ἐπίπεδο τιμαριώτη. Ἐν κατακλείδι, στά κοινά χαρακτηριστικά τῶν ἑλληνόφωνων

–γλώσσα καί πνευματική παράδοση– ἄρχισε νά προστίθεται καί ἡ ὀρθόδοξη πίστη ὡς τρίτο διακριτικό τοῦ Γένους.

Ἡ πολιτική διοίκηση ὅμως τῶν Βενετῶν ἀλλά καί τῶν Φράγκων κατά ἐποχές εἶχε καί εὐεργετικές συνέπειες, ἔστω καί ἄν πολλές ἀπό αὐτές διαφάνηκαν αἰῶνες μετά τήν Partitio Romanae. Ἡ Βενετία θεωροῦσε τά ὑπό τήν κυριαρχία της ἐδάφη ὡς ἐπαρχίες της καί ἐπέβαλε ἕνα διοικητικό σύστημα πού προσομοίαζε μέ τήν κεντρική πολιτική ὀργάνωση τῆς μητρόπολης, ἁπλουστευμένο ὅμως σέ πολλά σημεῖα: Ὁ Δόγης καί οἱ δέκα σύμβουλοί του ἀποτελοῦσαν τήν ἀνώτατη ἀρχή στή Βενετία καί ὁ δούκας καί οἱ δύο σύμβουλοί του στήν Κρήτη.

Τό ἐμπορικό σύστημα τῆς Βενετίας, σέ ἀπόλυτη συνάρτηση μέ τό ναυτικό δίκτυο ἐπικοινωνίας της, εἶχε ὀφέλη γιά τόν ντόπιο πληθυσμό στόν τομέα τῆς ἀγροτικῆς ἤ τῆς ὅποιας βιοτεχνικῆς παραγωγῆς. Ἡ ὑποχρέωση μάλιστα κάθε «ἐξαγω­γή» ἀπό τίς ἐπαρ­χίες νά πιάνει πρῶτα σκάλα στή Βενετία, γιά νά ἐλέγχεται τό ἐμπόρευμα καί νά προσδιορίζονται οἱ ἐπιβαλλόμενοι φόροι, ὄχι μόνο διεθνοποίησε τά ἑλληνικά προϊόντα, ἀλλά διαμόρφωσε καί ἕναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τοῦ τοπικοῦ πληθυσμοῦ, μέ ἐπαφές πού ἀρχικά εἶχαν ὡς κομβικό σημεῖο τή Βενετία. Ἡ ἀπόφαση δέ τῆς Βενετίας νά προμηθεύει μέ ἐδώδιμα καί πρῶτες ὕλες διάφορες ἐπαρχίες ἀπό συγκεκριμένους τόπους παραγωγῆς, πού τελοῦσαν ὑπό τήν ἐξουσία της, ἐξασφάλιζε στούς παραγωγούς τήν προώθηση τῆς ἐτήσιας σοδειᾶς τους καί ἑπομένως συνέβαλλε ἀποφασιστικά στήν οἰκονομία τους. Λόγου χάριν, οἱ βενετοκρατούμενες καστροπολιτεῖες τῆς Μονεμβασίας, τῆς Κορώνης καί τῆς Μεθώνης προμηθεύονταν σιτηρά ἀποκλειστικά ἀπό τήν Κρήτη. Ἡ ὀρ­γάνωση αὐτή τοῦ παραγωγικοῦ ἱστοῦ προφανῶς εἶχε θετικό πρόσημο, μέ τήν ἀναβάθμιση τοῦ βιοτικοῦ ἐπιπέδου τῶν Ἑλλήνων καί τή δημιουργία μόνιμων ἐμπορικῶν κόμβων κατά περιοχή.

Μετά τήν Ἅλωση τό 1453, ἡ κατάσταση τοῦ διάσπαρτου ἑλ­ληνικοῦ στοιχείου πού διαβιοῦσε ὑπό λατινική κυριαρχία ἀπό τό 1204 δέν ἄλλαξε. Τό διεθνικό ἐμπόριο συνεχίστηκε καί νέοι δρόμοι ἄνοιξαν πρός ἀνατολάς, ἀλλά καί ἀντίστροφα, μέ τή διακίνηση ποικίλων προϊόντων, ἐνισχύοντας ἀκόμη περισσότερο τίς τοπικές κοινωνίες. Ἐπίσης, ἡ μετανάστευση καί ἡ μετακίνηση πληθυσμῶν σέ νέα πιό γόνιμα καί ἀσφαλή ἐδάφη προσέδωσαν μιά καινούργια δυναμική στό ἐμπόριο, μέ τή δημιουργία μονοπωλίων καί τήν ἔνταξη νέων μεθόδων στούς τοπικούς βιοτεχνικούς ἱστούς. Ὅπως οἱ τεχνικές καί οἱ δεξιοτεχνίες πού μετέδωσαν οἱ Ἑβραῖοι γιά τήν κατασκευή ὅπλων καί μεταξωτῶν ὑφασμάτων.

Ἀπό τά τέλη τοῦ 14ου αἰώνα, ἄρχισε νά γίνεται σταδιακά μεταστροφή στό ἐκπαιδευτικό σύστημα τῆς Ἰταλίας πρωτίστως καί στό πλαίσιο αὐτό ἄρχισε νά διαμορφώνεται τό οὑμανιστικό ρεῦμα. Τό ρεῦμα αὐτό εἶχε ὡς πρωταρχικό στόχο τήν ἀναβίωση τοῦ ἀρχαίου ἑλληνο-ρωμαϊκοῦ κόσμου, στόν τομέα τῆς γραμματείας κυρίως. Ἀπό τά ἔργα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας δέν εἶχε διασωθεῖ τίποτα στήν Ἰταλία, παρά μόνο ἕνας ἀριθμός κωδίκων, πού θησαυρίζονταν σέ ἀπρόσιτες γιά τό κοινό βιβλιοθῆκες, ὅπως τοῦ Βατικανοῦ, ἤ σέ μονές τῆς Κάτω Ἰταλίας, τοῦ Ἁγίου Σάββα, λόγου χάριν. Ἀπό τά συγγράμματα τῆς ρωμαϊκῆς λογοτεχνίας τό μεγαλύτερο ποσοστό περισώθηκε σέ ρόλους παπύρου καί κώδικες σέ μοναστηριακές βιβλιοθῆκες ἤ χάθηκε γιά πάντα.

Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ρωμαϊκῆς λογοτεχνίας δέν παρουσίαζε γλωσσικά προβλήματα παρά μόνο φιλολογικά, στό μέτρο πού ἔπρεπε νά συμπληρωθοῦν φθαρμένα τμήματα ἤ καί ὁλόκληρα κεφάλαια τά ὁποῖα περιέχονταν σέ περισσότερα ἀπό ἕνα βιβλία. Τά ἔργα ὅμως πού εἶχαν ἀποτυπωθεῖ στήν ἑλληνική γλώσσα ἔχριζαν ἐντελῶς διαφορετικῆς ἀντιμετώπισης. Ἐξαρχῆς νά τονίσουμε ἐδῶ ὅτι ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶχε λησμονηθεῖ στή Δύση ἀπό τόν 6ο αἰώνα. Χα­ρακτηριστικά, στήν Αὐλή τοῦ ἐξαρχάτου τῆς Ραβέννας δέν ὑπῆρχε κανείς πού νά γνωρίζει ἑλληνικά γιά νά διεκπεραιώσει τήν ἀλληλογραφία μέ τήν πρωτεύουσα τῆς Αὐτοκρατορίας τά χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Μέ τά πρῶτα οὑμανιστικά μηνύματα θεωρήθηκε ἐπιτακτικό, ἤδη ἀπό τά χρόνια τοῦ Πετράρχη (μέσα τοῦ 14ου αἰώνα) νά καθιερωθεῖ ἡ συστηματική διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γλώσ­σας. Τή γλωσσική αὐτή καθοδήγηση δέν ἦταν ἱκανός νά τήν ἀναλάβει κανείς ἀλλόγλωσσος, ἔτσι, ἐμ­φορούμενος ἀπό οὑμανιστικά ἰδεώδη καί πλατωνικές ἀντιλήψεις, ὁ καγκελάριος τῆς Φλω­ρεντίας Coluccio Salutati ἀνέθεσε τήν ἀποστολή αὐτή στόν Μανουήλ Χρυσολωρᾶ. Ὁ Χρυσολωρᾶς ἐγκαταστάθηκε στή Φλωρεντία προερχόμενος ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἀνέλαβε νά διδάξει στό ἐκεῖ Studio, ἀπό τήν ἐπίσημη ἕδρα Ἑλληνικῶν πού θεσπίστηκε τό 1397. Τή διδασκαλία του πλαισίωσαν πολλοί μαθητές καί ἀκροατές, Ἰταλοί λόγιοι τῆς ἐποχῆς, οἱ ὁποῖοι ἐξελίχθηκαν μέ τή σειρά τους σέ σπουδαίους ἑλληνιστές καί κλήθηκαν νά συνεχίσουν τό ἔργο του.

Ὁ Χρυσολωρᾶς δέν ἦταν μόνο ἕνας ἁπλός δάσκαλος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀλλά κατέχοντας ἄπταιστα τή λατινική γλώσσα ἀνέλυσε τόν ὀρθό τρόπο μετάφρασης τῶν ἑλληνικῶν ἔργων στά λατινικά, ἀναιρώντας ἔτσι τήν παραδοσιακή μέθοδο μετάφρασης «verbum ad verbum». Ἀλλά δέν εἶναι μόνο αὐτή ἡ συμβολή του, καθώς συστη­ματικά προέβαλλε τίς ἀντιλήψεις τῶν Ρωμαίων στοχαστῶν πού ὑπηρέτησαν τά γράμματα καί τίς τέχνες, ὅτι δηλαδή ἡ γραμματική, ἡ ρητορική, ἡ ποίηση, τά μαθηματικά, ἡ φυσική καί ἡ ἰατρική, ἀκόμη καί ἡ θεολογία, καλλιεργήθηκαν μέ βάση ἑλληνικά πρότυπα. Καί ἐπιπροσθέτως διευκρίνιζε πώς εἶναι ἀδύνατον νά ἀναβιώσει ὁ ἀρχαῖος κόσμος καί νά γίνουν κατανοητές οἱ ἀξίες του ἄν τό σπουδαστικό καί λόγιο κοινό δέν ἀγκάλιαζε τό σύνολο τῆς ἑλληνι­κῆς γραμματείας, κυρίως δέ τῆς φιλοσοφίας.

Ἀπό τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 15ου αἰώνα ἄρχισαν νά φυτρώνουν σέ ὅλα τά πνευματικά κέντρα τῆς Ἰταλίας οὑμανιστικές σχολές, ὅπου διδάσκονταν ἰσότιμα τά ἑλληνικά μέ τά λατινικά γράμματα, διαμορφώνοντας ἔτσι ἕναν καλλιεργημένο κόσμο, ἱκανό νά ἀναγιγνώσκει ἀπό τό πρωτότυπο τίς ἑλληνικές διατριβές, ὅπως τήν Ἱστορία τοῦ Ἡροδότου καί τοῦ Θουκυδίδη, ἀλλά καί τά δράματα τῶν τριῶν μεγάλων τραγικῶν, δηλαδή τῶν Αἰσχύλου, Σοφοκλῆ καί Εὐριπίδη.

Στό πλαίσιο καλλιέργειας τῆς οὑμανιστικῆς ἰδέας, ἡ Ἐκκλησία δέν ἀντιτάχθηκε σθεναρά στήν καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας καί στόν τομέα διάδοσης τῆς φιλοσοφίας κατεξοχήν. Ἐκκλησιαστικοί ἀξιωματοῦχοι καί Πάπες ἀκόμη, ὅπως ὁ Νικόλαος Ε´ (1430-1455), ἀναγνώρισαν τή φιλοσοφική σκέψη τοῦ Πλάτωνα καί τοῦ Ἀριστοτέλη, ἐκλαμβάνοντας τίς ὑπερβατικές συχνά θεωρίες τοῦ Ἀθηναίου στοχαστῆ, ὅπως καί τήν ὀρθολογική ἀποτύπωση τῆς φύσης ἀπό τόν Σταγειρίτη ὡς προφητικά προμηνύματα τῆς ἔλευσης τοῦ Μεσσία. Ὑπό τό πρίσμα αὐτό, ἡ ἑλληνική πατερική γραμματεία μεταφράστηκε στά λατινικά καί κυκλοφόρησε σέ μεγάλο ἀριθμό ἐκδόσεων που περιεῖχαν καί τά πρωτότυπα, ὅπως οἱ Λόγοι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἡ Ἐκ­κλησιαστική Προπαρασκευή τοῦ Εὐσέβιου τοῦ Παμφίλου, δοκίμια τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τοῦ Γρηγόριου Ναζιανζηνοῦ, τοῦ Θεοδώρητου Κύρου Διάλογοι περί αἱρέσεων καί πολλά ἄλλα ἀκόμη.

Τό λειτούργημα αὐτό τοῦ Χρυσολωρᾶ καί τῶν διαδόχων του ἦρθε νά ἐπιστεγάσει ἡ συστηματική ἐξάσκηση τῆς τυπογραφίας στήν Ἰταλία, πού χρονολογεῖται ἀπό τό 1465, προσφέροντας ἔτσι σέ πολλαπλά ἀντίτυπα ἄγνωστα καί μοναδικά κείμενα τῆς ἑλληνο-ρωμαϊκῆς γραμματείας. Ἡ Ἰταλία ἐξελίχθηκε σέ λίκνο τῆς τυπογραφίας, καθώς πόλεις, ἀκόμη καί πολίχνες, ἀγκάλιασαν καί ἐξάσκησαν τήν ἐφεύρεση τοῦ Γουτεμβέργιου περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη χώρα τοῦ Βορρᾶ. Ἡ Βενετία μάλιστα ἀναδείχθηκε στό κατεξοχήν παραγωγικό εὐρωπαϊκό κέντρο, μέ 40 καί πλέον τυπουργικά ἐργαστήρια, πού λειτούργησαν ὥς τό 1500.

Τό ἰταλικό οὑμανιστικό μοντέλο ἐκπαίδευσης ἤδη ἀπό τά πρῶτα χρόνια τοῦ 16ου αἰώνα πέρασε τά ὅρια τῶν Ἄλπεων καί καθιερώθηκε ὄχι μόνο στό Παρίσι, ἀλλά καί σέ μεγάλα πανεπιστημιακά κέντρα τῆς Γερμανίας, ὅπως ἡ Βασιλεία, τό Ἔρφουρτ καί ἡ Χαϊδελβέργη, ὥς καί στό Πανεπιστήμιο τῆς Ἀλκαλά στήν Ἱσπανία. Δηλαδή, ἡ διδασκαλία τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας περιελάμβανε ὅλες τίς ἐλευθέριες τέχνες, στό πρωτότυπο ἤ σέ λατινικές μεταφράσεις, βασισμένες σέ ἀξιόπιστα τραβήγματα ἰταλικῶν ἐκδόσεων. Ἀποφασιστική ὑποστήριξη στό ἐκπαιδευτικό αὐτό σύστημα ἔδωσαν τά τυπογραφεῖα τῆς Βασιλείας καί τοῦ Παρισιοῦ, ὄχι μόνο μέ ἐπανεκδόσεις ἀλλά καί μέ πρῶτες ἐκδόσεις ἀδημοσίευτων κειμένων τῆς ἀρχαίας, βυζαντι­νῆς καί χριστιανικῆς γραμματείας. Ὅπως, λόγου χάριν, ἡ πρώτη ἔκδοση τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Εὐσέβιου, ἐπισκόπου Καισαρείας, στό Παρίσι τό 1544.

Τήν καθολική ἀποδοχή τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας σφράγισαν δύο γεγονότα, ἡ ἵδρυση καί ἡ λειτουργία τῆς Πλατωνικῆς Ἀκαδημίας στή Φλωρεντία ἀπό τόν Marsilio Ficino, μέ τίς εὐλογίες τῶν Μεδίκων, καί ἡ συστηματική διδασκαλία τῆς ἀριστοτελικῆς σκέψης ἀπό τό πρωτότυπο στό Πανεπιστήμιο τῆς Πάντοβας. Οἱ δύο αὐτοί πόλοι, πού χρονολογοῦνται ἀπό τό 1464 καί τό 1497 ἀντίστοιχα, ἔθρεψαν τόν πνευματικό φιλοσοφικό στοχασμό τῶν Δυτικῶν. Ὄχι μόνο τό πλατωνικό corpus μεταφράστηκε γιά πρώτη φορά στά λατινικά (1482/3), καί ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα νά μελετηθεῖ ἡ σκέψη τοῦ Ἀθη­ναίου διανοητῆ, ὅπως καί τῶν νεοπλατωνικῶν συγγραφέων Πορφύριου καί Ἰάμβλιχου, ἀλλά καί νά τοποθετηθεῖ ἡ ἀριστοτελική διδασκαλία σέ νέα βάση, παρά τήν ἰσχυρή ὁμολογουμένως ἐπίδραση πού εἶχε ἀκόμη καί τόν 16ο αἰώνα ἡ σχολαστική παράδοση.

Στήν ἔκδοση τῶν διατριβῶν τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας πρωτοστάτησαν Ἕλληνες δάσκαλοι καί διακεκριμένοι φιλόλογοι, πού ἐργάστηκαν σέ διάφορους ἐκδοτικούς οἴκους, οἱ ὁποῖοι λειτούργησαν στό Μιλάνο, στή Φλωρεντία καί κυρίως στή Βενετία. Τά πρῶτα τυπογραφικά δείγματά τους εἶχαν περιστασιακό χαρακτήρα, ὅπως καί ἡ προσπάθεια τοῦ Ἰανοῦ Λάσκαρη στή Φλωρεντία, μολονότι ἀπολάμβανε τῆς ὑποστήριξης τῆς οἰκογένειας τῶν Μεδίκων. Ἀγαθή τύχη ὅμως εἶχε τό ἐγχείρημα τοῦ φιλέλληνα Ἄλδου Μανούτιου, ὁ ὁποῖος ἔθεσε σκοπό τῆς ζωῆς του νά διαδώσει τήν ἑλληνική σκέψη, καθώς πίστευε καί διακήρυττε:

«Πῶς μπορεῖ κάποιος πού δέν γνωρίζει ἑλληνικά νά μιμηθεῖ τούς Ἕλληνες συγγραφεῖς, πού εἶναι οἱ πλέον καταρτισμένοι σέ κάθε ἐπιστήμη, ἀπό τίς πηγές τῶν ὁποίων, ὅπως ὁμολογεῖται, ἔχει προέλθει σχεδόν ὁτιδήποτε στή λατινική γλώσσα».

Ἡ ὁμολογία τοῦ Ἄλδου εἶναι ἀπολύτως συντεταγμένη μέ τή διδασκαλία τοῦ Χρυσολωρᾶ καί τοῦ Χαλκοκονδύλη καί δέν ἔμεινε ἁπλή ἐξαγγελία, καθώς ἀπό τό τυπογραφεῖο του κυκλοφόρησαν μνημεῖα τοῦ λόγου καί τῆς ἑλληνικῆς διανόησης, ὅπως τά Ἅπαντα τοῦ Ἀριστοτέλη (1495-1498) καί οἱ Διάλογοι τοῦ Πλάτωνα (1513), ἀλλά καί πλῆθος πρώτων ἐκδόσεων ἄγνωστων ἕως τότε στή Δύση, πού ἀφοροῦσαν τίς ἑξῆς θεματικές ἑνότητες: ἱστορία (Ἡρόδοτος, Θουκυδίδης), φυτολογία (Θεόφραστος), κωμωδία (Ἀριστοφάνης), ἰατρική (Διοσκουρίδης), ἀστρονομία (Ἄρατος), χριστιανική ποίηση (Γρηγόριος Ναζιανζηνός), δραματουργία (Σοφοκλῆς, Εὐριπίδης), ρητορική (Δημοσθένης κ.ἄ.), μυθογραφία (Αἴσωπος) καί λεξικογραφία (Στέφανος Βυζάντιος, Σούδα καί Ἡσύχιος).

Τό φιλολογικό ἔργο τῶν Ἑλλήνων συνεργατῶν τοῦ Ἄλδου εἶναι ἀνεκτίμητο, δηλαδή τοῦ Μάρκου Μουσούρου, τοῦ Ἰουστίνου Δεκάδυου, τοῦ Ἰωάννη Γρηγορόπουλου, τοῦ Δημήτριου Δούκα καί ἄλλων ἀνώνυμων λογίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐξασφαλίσει τή συμπαράσταση ἑνός σοφοῦ Βυζαντινοῦ λογίου, πού ἔχαιρε καθολικῆς ὑπόληψης ἀνάμεσα στούς ἡγεμονικούς καί ἐκκλησιαστικούς κύκλους τῆς Εὐρώπης, τοῦ Ἰανοῦ Λάσκαρη. Τά βιβλία τοῦ Ἄλδου μεταβλήθηκαν σέ ἐμβληματικές ἐκδόσεις ἤδη ἀπό τήν ἐποχή του. Ὄχι μόνο λόγιοι καί ἐπώνυμοι συλλέκτες ἀναζητοῦσαν ἐκδόσεις του ἀνά τήν Εὐρώπη, ἀλλά ἀπό τό 1502 ὁ Ἄλδος προσανατόλισε τόν ἐκδοτικό μηχανισμό του πρός τήν ἀναπαραγωγή βιβλίων γιά τόν πανεπιστημιακό κόσμο, διευρύνοντας ἔτσι τό ἀναγνωστικό κοινό του.

Πάντα στόν οἶκο τοῦ Ἄλδου, πρός τά τέλη τοῦ 15ου αἰώνα, ἄρχισε νά μορφοποιεῖται στή συνείδηση τῶν Ἑλλήνων συνεργατῶν του ἡ ἰδέα μιᾶς ἐκδοτικῆς παραγωγῆς ἀποκλειστικά γιά τό Γένος. Ἡ ἑλληνική τυπογραφία σύντομα κατέστη «πολιορκητικός κριός», πού θά ἐνίσχυε τόν φωτισμό τοῦ Γένους, μέ ἐκπαιδευτικά ἐργαλεῖα κάθε τύπου, γραμματικές, λεξικά ὥς καί λειτουργικά βιβλία, πού ἔπαιξαν ρόλο μαθηματάριου καί ἀλφαβητάριου, ὅπως τό Ψαλτήρι καί τά Ἑξεψάλματα.

Ἀπό τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 16ου αἰώνα, ἡ ἰδέα αὐτή ἄρχισε νά γίνεται πραγματικότητα στά τυπογραφεῖα τῆς Βενετίας, ἡ ὁποία μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καί ὥς τίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 18ου αἰώνα θά παραμείνει τό κατεξοχήν ἐκδοτικό κέντρο τοῦ ἑλληνικοῦ βιβλίου, μέ ἀρωγό τά ἑλληνικά τυπογραφεῖα πού λειτουργοῦσαν στή Βιέννη ἀπό τά μέσα τοῦ 18ου αἰώνα.

Ἔτσι, τό ἑλληνικό ἔντυπο βιβλίο θά καταστεῖ ὄχι μόνο φορέας ἐκπαίδευσης καί γνώσης γενικότερα, ἀλλά καί μεταδότης ποικίλων θεμάτων πού ἀπασχολοῦσαν τούς ἁπανταχοῦ ταγούς τοῦ Γένους γιά τήν ἀναβάθμιση τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης. Εἶναι ὀξύμωρο σχῆμα ἕνας λαός πού ζεῖ χωρίς νά διαθέτει οὔτε μιά μικρή νησίδα ἐλευθερίας νά δημιουργήσει τέτοια παράδοση στόν τομέα τοῦ ἔντυπου ἑλληνικοῦ βιβλίου καί τῆς τυπογραφίας, σέ συνάρτηση μάλιστα μέ τήν κατά τόπους ξενόγλωσση τυπογραφική παράδοση, ὅπως τή ρωσική, τή ρουμανική, τήν ἀγγλική, τήν ἱσπανική, τήν ἰταλική, τή γαλλική καί τή γερμανική. Τό ἐπίτευγμα εὐοδώθηκε χάριν τῶν ἰσχυρῶν ἑλληνικῶν κοινοτήτων πού συγκροτήθηκαν σέ διάφορες χῶρες τῆς Δύσης καί της Ἀνατολῆς, στίς πρωτεύουσες τῶν ὁποίων στήθηκαν καί λειτούργησαν τυπογραφεῖα, ὅπως στή Βιέννη καί τή Λειψία, στό Ἰάσιο καί τό Βουκουρέστι, στή Βούδα καί τήν Πέστη, στή Μόσχα καί τήν Πετρούπολη, στήν Ὀδησσό, στή Σμύρνη, στήν Κωνσταντινούπολη, στό Παρίσι κ.ἀ.

Ἀποφασιστικό στοιχεῖο γιά τή μακροβιότητα καί τήν ἐπιβίωση τῶν ἑλληνικῶν τυπογραφικῶν οἴκων τῆς Βενετίας, τοῦ Νικολάου Γλυκῆ καί τοῦ Νικόλαου Σύρου φέρ’ εἰπεῖν, ἔπαιξε ἡ παραγωγή καί ἡ διακίνηση τοῦ λειτουργικοῦ καί τοῦ θεολογικοῦ βι­βλίου. Πρόκειται γιά τά Μηναῖα κυρίως ἀλλά καί Εὐαγγέλια, Ἀνθολόγια, Παρακλητικές, Ψαλτήρια, Εὐχολόγια, Βίοι Ἁγίων καί πολλά ἄλλα.

Πέρα ἀπό αὐτά ὅμως, θά καταλήξουν στά πιεστήρια κάθε εἴ­δους ποιητικές συνθέσεις, μελέτες καί συγγράμματα, δοκίμια καί φυλλάδια, πού ἀντιπροσωπεύουν τό σύνολο τῆς νεοελληνικῆς γραμματείας: ἀπό τίς πρῶτες ποιητικές συνθέσεις τῆς κρητικῆς λογοτεχνίας σέ δημώδη γλώσσα καί τά ἐργαλεῖα ἐκπαίδευσης γιά τόν φωτισμό τοῦ Γένους ὥς τά πρῶτα σημάδια τοῦ Νεοελληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, τά προεπαναστατικά ψευδεπίγραφα δοκίμια, τά κληρικά καί ἀντικληρικά, τή νέα λογοτεχνία καί τόν κύκλο τῶν μεταφράσεων συγγραμμάτων τῆς ξένης λογοτεχνίας, θεολογικά καί ἀντιρρητικά ἔργα κατά τῆς καθολικῆς προπαγάνδας ὥς καί τίς πρῶτες ἐφημερίδες καί φιλολογικά περιοδικά.

Μέσα ἀπό τίς σελίδες τοῦ βιβλίου αὐτοῦ θά γίνει ὁρατός ὁ ρόλος τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν ἑνότητα τοῦ Γένους – ρόλο πού ὑπηρέ­τησε ἐν ἀγνοίᾳ της καί ἡ καθολική προπαγάνδα, χρησιμοποιώντας τούς ἑνωτικούς χριστιανούς πιστούς ὡς πολιορκητικούς κριούς γιά τή διάσπαση τῆς συνοχῆς τοῦ ὀρθόδοξου κλήρου στήν Ἀνατολή. Ἡ κίνηση αὐτή ἐνίσχυσε ἀκόμη περισσότερα τά ἐκκλησιαστικά ἱδρύματα, τά ὁποῖα μετατράπηκαν σέ καταφύγια γιά τό ἑλληνικό στοιχεῖο πού διαβιοῦσε στήν Ἑλλάδα καί τήν Ἀνατολή. Μιλᾶμε γιά τά μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί τῶν Μετεώρων, ἀλλά καί τά τρία Πατριαρχεῖα –τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν Ἱεροσολύμων καί τῆς Ἀλεξανδρείας– πού σήκωσαν τό βάρος γιά τή διατήρηση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς τους. Τό Πατριαρχεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως μάλιστα, παρά τό καθε­στώς «αἰχμαλωσίας» ὑπό τό ὁποῖο τελοῦσε, ἄνοιξε ἕνα νέο κεφάλαιο τῆς Ὀρθοδοξίας πρός ἀνατολάς ἰσχυροποιώντας τούς δεσμούς του μέ τό Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας καί τόν ρωσικό λαό γενικότερα.

Τά σεπτά αὐτά κέντρα δέν διατήρησαν μόνο τά ἱστορικά δικαιώ­ματα τῆς Ἐκκλησίας, τά Προσκυνήματα, ἀλλά μέ τά προνόμια πού ἔλαβαν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ χαλίφη Ὀμάρ, τά ὁποῖα σεβάστηκαν ὅλοι οἱ ἑκάστοτε ἡγέτες τῶν ἰσλαμικῶν ἐθνῶν, ἐξασφάλισαν στό Γένος τήν αὐτονομία καί τήν ἀπρόσκοπτη ἐξάσκηση τῶν θρησκευτικῶν ὑποχρεώσεών του. Τά ἐκκλησιαστικά αὐτά κέντρα ἐξελίχθηκαν σέ ἐκπαιδευτήρια, καθώς στά χρόνια πού ἀκολούθησαν τά μοναστήρια τοῦ Ἄθω συνέχισαν νά ἀποτελοῦν ἐκπαι­δευ­τικές καί καλλιτεχνικές ἑστίες, μέ τήν ποικίλη δραστηριότητα τῶν κωδικογράφων καί τόν ἐμπλουτισμό τῶν χειρογράφων τους μέ περίτεχνες μικρογραφίες.

Ἐν κατακλείδι, τήν ἀδιάσπαστη συνέχεια τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς πνευματικῆς παράδοσης ὑπηρέτησαν οἱ ἑλληνόφωνοι. Ὅπως καί ἄν τούς ἀποκαλοῦσαν ἤ ὅπως καί ἄν αὐτοχαρακτηρίζονταν –Γραικοί,  Ἕλληνες, Ἐθνικοί, Ρωμιοί–, στόν προσδιορισμό τῆς ταυτότητάς τους τελικά ὑπερίσχυε ἡ παιδεία τους. Καί καθώς μέ τόν ὅρο «παιδεία» δέν νοήθηκε ποτέ ἄλλη ἐκτός ἀπό τήν ἑλληνική, ὅσοι συμμετεῖχαν τῆς «ἡμετέρας παιδείας», μέσα ἀπό τήν ἑλληνική γλώσσα, δέν ἔπαψαν ποτέ νά τήν ὑπηρετοῦν ὑπό ποικίλες ἰδεολογικές ἤ θρησκευτικές ἐκφάνσεις. Ἄρα καταλήγουμε τελικά σέ μιά ἐξίσωση: Γένος = ἑλληνική κοσμική καί χριστιανική γραμματεία.