Προσφωνήσεις του Άλδου Μανούτιου στα Αριστοτέλους Άπαντα (1495-1498)
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5337-04-9
Άτων, Αθήνα, 3/2019
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 10.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 168 σελ.
Σύντομη περιγραφή
Οι Προσφωνήσεις του Άλδου Μανούτιου στα Αριστοτέλους Άπαντα (1495-1498), με εισαγωγή από τον Κ. Σπ. Στάικο και νεοελληνική απόδοση-σχολιασμό από τον Ιωάννη Ντεληγιάννη, παρουσιάζει τις πραγματείες του Αριστοτέλη που εκδόθηκαν έντυπα για πρώτη φορά στο πρωτότυπο από τον οίκο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία σε πέντε τόμους, από το 1495 ως το 1498.
Περιγραφή

Οι εκδόσεις των έργων του Αριστοτέλους από τον Άλδο Μανούτιο σε πέντε τόμους μεταξύ του 1495 και του 1498 αποτελούν αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα εκδοτικά γεγονότα στην ιστορία της γνώσης και της μελέτης της κλασσικής ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής στο πλαίσιο της Ιταλικής Αναγέννησης. Ο Άλδος τον πρώτο ήδη χρόνο της εκδοτικής δραστηριότητάς του, τον Νοέμβριο του 1495, επιλέγει να εκτυπώσει έξι πραγματείες του Αριστοτέλους, οι οποίες είναι ευρύτερα γνωστές υπό τον όρο Ὄργανον ή Λογικά. Η εκτύπωση του αριστοτελικού Ὀργάνου αιτιολογείται από τον Άλδο στην αφιερωματική επιστολή του (Επιστ. 1[ΙΙΙ.Β]) προς τον Αλβέρτο Γ´ Πίο, πρίγκιπα του Κάρπι, ως «απολύτως αναγκαίο για κάθε επιστήμη: διότι με αυτό διακρίνουμε το είδος και τη μορφή κάθε πράγματος, με αυτό εξηγούμε μέσω των ορισμών, με αυτό μπορούμε να κατανέμουμε σε κατηγορίες, με αυτό να κρίνουμε αυτά που είναι αληθή και αυτά που είναι ψευδή, να αναγνωρίζουμε επίσης τα συνεπαγόμενα, να βλέπουμε τα αντίθετα και να αποσαφηνίζουμε τα αβέβαια» (Επιστ. 1[ΙΙΙ.Β].2). Το 1497 ο Άλδος θα συνεχίσει την εκδοτική παραγωγή του αριστοτελικού corpus με τρεις τόμους: τον Φεβρουά­ριο τα Φυσικὰ έργα του Αριστοτέλους και του Θεοφράστου, μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου τα Ζωολογικὰ έργα του Αριστοτέλους, και τον Ιούνιο του ίδιου έτους τα Μεταφυσικὰ του Αριστοτέλους και τα Βοτανικὰ του Θεοφράστου. Η σειρά θα ολοκληρωθεί έναν χρόνο αργότερα, τον Ιούνιο του 1498, με τον πέμπτο τόμο των Ἠθικῶν, ΠολιτικῶνκαιΟἰκονομικῶν έργων του Αριστοτέλους (ή αποδιδόμενων στον Αριστοτέλη).

Πέραν της αξίας αυτής καθ’ αυτή της έκδοσης των έργων του Αριστοτέλους, αξία την οποία αναγνωρίζει και εμφαντικά τονίζει ο Άλδος στις αφιερωματικές επιστολές του προς τον πρίγκιπα Αλβέρτο, οι επιστολές αυτές εμπεριέχουν πληροφορίες για τη σημασία που απέδιδε ο Άλδος στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και τη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας και λογοτεχνικής παραγωγής εν γένει, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στα πρώιμα αυτά στάδια της εκδοτικής δραστηριότητάς του στον εντοπισμό αξιόπιστων χειρογράφων, για τις εκδοτικές αρχές και τις μεθόδους κριτικής του κειμένου που ακολούθησε κατά την έκδοση των έργων, αλλά και για την κριτική που φαίνεται να δέχθηκε σχετικά με αυτές, για τους συνεργάτες του, Βυζαντινούς και Δυτικοευρωπαίους, που τον συνέδραμαν στο έργο του, αλλά και για την επίγνωση της προσφοράς του στον εκπολιτισμό των συγχρόνων του.

Η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και η μέσω αυτής μελέτη της ελληνικής λογοτεχνίας χαρακτηρίζεται κατηγορηματικά στην αρχή της πρώτης επιστολής ως necessaria, ως αναγκαία για τους σύγχρονους του Άλδου. Βάσει αυτού του συνεχώς αυξανόμενου ενδιαφέροντος για την εκμάθηση της ελληνικής, δικαιολογείται από τον Άλδο η εκδοτική δραστηριότητά του και η επιθυμία του να καλύψει τις ανάγκες των μελετητών για καλά και αξιόπιστα βιβλία και κείμενα. Ξεκινώντας από το κλασσικό ρωμαϊκό παράδειγμα του Κάτωνος του Πρεσβύτερου, ο οποίος διδάχθηκε την ελληνική σε γεροντική ηλικία, θα συνεχίσει στις επόμενες επιστολές του με αναφορές σε σύγχρονους ή ελαφρώς προγενέστερούς του οι οποίοι έμαθαν ελληνικά, όπως οι Leonardo Bruni, Ermolao Barbaro, Giovanni Pico della Mirandola, Girolamo Donato, Angelo Poliziano κ.ά. Ο ίδιος ο Άλδος είχε φροντίσει να εκτυπώσει ήδη κατά τον πρώτο χρόνο των εκδόσεών του τρία έργα σχετικά με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας: τα Ἐρωτήματα του Κωνσταντίνου Λάσκαρη, Μάρτιος 1495· τη Γραμματικὴ Εἰσαγωγὴ του Θεοδώρου Γαζή και το Περὶ Συντάξεως του Απολλωνίου Δυσκόλου, Δεκέμβριος 1495. Τον Δεκέμβριο του 1497 θα εκτυπώσει το Dictionarium graecum cum interpretatione latina του Giovanni Crastone και τον Ιανουά­ριο του 1498 το έργο Istituzioni di grammatica greca του Urbano Dalle Fosse από το Belluno (Urbano Bol­zanio). Η εγκωμιαστική αναφορά του Άλδου στη λατινική μετάφραση τριών ζωολογικών πραγμα­τειών του Αριστοτέλους από τον Θεόδωρο Γαζή ως ενός επίσης τρόπου εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας (Επιστ. 2[VII.A].2) εντάσσεται επίσης στην πεποί­θησή του ότι τόσο οι Έλληνες όσο και οι Ιταλοί οφείλουν να γνωρίζουν utriusque linguae proprie­tatem τον χαρακτήρα και των δύο γλωσσών.

Με οδηγό αυτή την πεποίθηση και δεδομένης της έλλειψης αξιόπιστων έργων που θα διευκόλυναν την εκμάθηση της γλώσσας και τη μελέτη του ελληνικού πολιτισμού, ο Άλδος αναφέρεται συχνά στις επιστολές του στη δική του συνδρομή προς αυτό τον σκοπό. Στις τέσσερις από τις πέντε επιστολές της παρούσας έκδοσης (1[ΙΙΙ.Β].1, 2[VII.A].1, 3[VIII].2 και 5[ΧΙΙΙ].4) αναφέρεται εκτενώς στις προσωπικές θυσίες του σε χρόνο και χρήμα, προκειμένου να επιτευχθεί η bonorum librorum copia, η αφθονία καλών βιβλίων. Αυτή την προσπάθειά του τη συνδέει άρρηκτα με την απομάκρυνση της βαρβαρότητας και του σκοταδισμού και με τον εκπολιτισμό των συγχρόνων του (Επιστ. 1[ΙΙΙ.Β.]5, 3[VIII].2, 5[ΧΙΙΙ].4). Εντός αυτού του πλαισίου τοποθετείται και το όραμα του Άλδου για την ίδρυση μιας ακαδημίας αφιερωμένης αποκλειστικά στις ελληνικές σπουδές, της «Νεακαδημίας»: «και να συσταθεί επίσης μια ακαδημία στην οποία, έχοντας εγκαταλειφθεί η βαρβαρότητα, να καλλιεργούνται τα γράμματα και οι καλές τέχνες» (3[VIII].2).

Αρωγός σε αυτή την προσπάθεια του Άλδου υπήρξε, όπως αναφέρει ο ίδιος και στις πέντε επιστο­λές του, ο Αλβέρτος Γ΄ Πίος, προς τον οποίο αφιέρωσε τους πέντε τόμους του αριστοτελικού corpus. Ο χαρακτηρισμός του ως alter Mecoenas, άλλος Μαικήνας για τους λογίους της εποχής του Άλδου στην πρώτη επιστολή (1[ΙΙΙ.Β].3), είναι ενδεικτικός της εκτίμησης του Άλδου προς τον Αλβέρτο. Γνώστης της ελληνικής και λάτρης των ελληνικών κειμένων, ο Αλβέρτος συγκρίνεται προς τον ουμανιστή θείο του Giovanni Pico della Mirandola και προς άλλους πεπαιδευμένους της εποχής του (2[VII.A].2). Ο Άλδος εξισώνει τη δική του προσφορά με αυτή του Άλδου: «εάν οφείλουν κάτι σε εμένα οι μελετητές των ελληνικών γραμμάτων, είναι αναγκαίο να οφείλουν εξίσου και σ’ εσένα» (1[ΙΙΙ.Β.].3 και 3[VIII].2). Εγκωμιάζει το πνεύμα του, την ευγλωττία του, τον ζήλο του στην αναζήτηση και τη μελέτη ελληνικών και όχι μόνο κειμένων και την παιδεία του εν γένει (1[ΙΙΙ.Β].3 και 2[VII.A].2), την ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία (3[VIII].3, 4[ΙΧ].2 και 4) και την αφοσίωσή του στον ίδιο τον Άλδο, η οποία είναι αμφίδρομη (3[VIII].2), χωρίς να παραλείπει να σχολιάσει και την πολιτική ιδιότητα του Αλβέρτου: «είσαι ένας πρίγκιπας, και μάλιστα πρίγκιπας γεννημένος για να κυβερνά και προικισμένος με τα κάλλιστα ήθη και με καλλιέργεια» (5[ΧΙΙΙ].1).

Ο Άλδος επικαλείται τον Αλβέρτο ως optimus testis, ως τον καλύτερο και πιο αξιόπιστο μάρτυρά του (Επιστ. 4[ΙΧ].3) απέναντι στην κριτική που προφανώς δέχθηκε σχετικά με τις εκδόσεις του. Εμ­φανώς ενοχλημένος και πικραμένος από την αγνωμοσύνη κάποιων, αναφέρεται σε τρεις από τις πέντε επιστολές του στο θέμα αυτό: 3[VIII].7, 4[IX].3 και πιο έντονα στο 5[ΧΙΙΙ].3-4. Σε όλες τις περιπτώσεις, η αντίδρασή του συνδέεται τόσο με τις προσπάθειες και τις θυσίες που καταβάλλει ο ίδιος όσο και με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στον εντοπισμό αξιόπιστων χειρογράφων των προς έκδοση έργων και με τις εκδοτικές αρχές και επιλογές του.

Αν και παραδέχεται τις όποιες αδυναμίες και ελλείψεις μπορεί να παρουσιάζουν οι εκδόσεις του (2[VII.A].3: «αν και γνωρίζω ότι δεν θα λείψουν
αυτοί που θα ψέξουν αυτή τη σειρά, ...»· 3[VIII].7: «... δεν θα μπορούσε να μη συμβεί να μην υπάρχουν ελλείψεις σε αυτά τα βιβλία»· 4[IX].3: «... κάποια θα μπορούσαν να εκτυπωθούν καλύτερα, ...»), φροντίζει να αποδίδει αυτές τις αδυναμίες είτε στην πολυκαιρία και στην κακή ποιότητα των χειρογράφων των προς έκδοση κειμένων είτε στην ανθρώπινη αδιαφορία και αμέλεια: 3[VIII].5: «αυτά βρέθηκαν μόνο, κι αυτά όχι πλήρη και ορθά, αλλά ακρωτη­ριασμένα και πλήρη λαθών, αφενός εξαιτίας της άγνοιας των αντιγραφέων και της αμέλειας των ανθρώπων, αφετέρου κυρίως εξαιτίας της σκληρής και αδυσώπητης φθοράς του χρόνου»· και 3[VIII].7: «αυ­τό δεν έγινε από δικό μου βέβαια σφάλμα –διότι αυτό μπορώ αλήθεια να το πω: οτιδήποτε εκτυπώνεται με δική μου επιμέλεια βγαίνει από τις εκδόσεις μου μακράν ορθότερο από τα ίδια τα χειρόγραφα και πολύ πιο ολοκληρωμένο–, αλλά εξαιτίας τόσο των ανθρώπων οι οποίοι έζησαν πριν από εμάς όσο και του αδηφάγου χρόνου». Τις εκδοτικές επιλογές του φροντίζει επίσης να τις δικαιολογεί είτε αφορούν στη σειρά έκδοσης των κειμένων (2[VII.A].3: «Αλλά στην εργασία μας αυτή μας συμβούλευσε ο Fran­cesco Cavallo... αυτός συνέθεσε με ακρίβεια όντως και εμβρίθεια ένα μικρό σύγγραμμα για τη σειρά των βιβλίων του Αριστοτέλους στη φιλοσοφία...»), είτε στην κριτική αποκατάσταση των κειμένων, στην οποία πέραν της δικής του συμβολής (3[VIII].4, 5: «για τα έργα του Αριστοτέλους όμως και αυτά που προσφέρουμε τώρα προς ανάγνωση και αυτά που θα προσφέρουμε σύντομα, Θεού θέλοντος, έχω εργαστεί στ’ αλήθεια πολύ, τόσο αναζητώντας τα καλύτερα και τα αρχαιότερα χειρόγραφα και περισσότερα αντίγραφα του ίδιου έργου, όσο συγκρίνοντας και διορθώνοντας τα αντίγραφα...», όπου εκθέτει και τις μεθόδους κριτικής του κειμένου που ακολουθεί: «... συνέκρινε με την ύψιστη αφοσίωση και τη μέγιστη προσοχή, κατόπιν αιτήματός μου, όλα σχεδόν τα κείμενα του Αριστοτέλους με τα χειρόγραφα του φίλου μου του Leoniceno. Αυτό ακριβώς έκανα κι εγώ ο ίδιος στη Βενετία με εξαιρετική προσοχή...»), απαριθμεί αρκετούς από τους συνεργάτες του: Alessandro Bondino (1[ΙΙΙ.Β.].5), Thomas Linacre, Gabriele Braccio da Brisighella, Ιουστίνος Δεκάδυος, Niccolò Leoniceno και Lorenzo Maioli (3[VIII].6).

Μολονότι η επιμέλεια, η προσοχή, η αφοσίωση και οι θυσίες του Άλδου στην προσπάθειά του να προσφέρει μια αξιόπιστη έκδοση του αριστοτελικού corpus αποδεικνύουν ότι η έκδοση του Αριστοτέλους ήταν για τον ίδιο υψίστης προτεραιότητας και σημασίας, δεν χάνει την ευκαιρία να διατυπώσει την πρόθεσή του να προσφέρει στους αναγνώστες του ανάλογες εκδόσεις και άλλων κλασσικών και μη συγγραφέων. Στην πρώτη επιστολή (1[ΙΙΙ.Β.].4) πέραν των σχολιαστών και παραφραστών του Αριστοτέλους τους οποίους σκοπεύει να εκτυπώσει («Στη συνέχεια, από εμένα θα υπάρξουν και για εσέ­να και για τους υπόλοιπους μελετητές οι σχολιαστές του Αριστοτέλους: Αμμώνιος, Σιμπλίκιος, Πορφύριος, Αλέξανδρος και οι παραφραστές Φιλόπονος και Θεμίστιος»), προαναγγέλλει την εκτύπωση γραμ­ματικών, ποιητών, ρητόρων, ιστορικών και όλων «όσοι θα θεωρηθούν ότι είναι επωφελείς για τους μελετητές και ότι συμβάλλουν στην παιδεία που κινδυνεύει να χαθεί και στα καλά γράμματα». Η γενικόλογη αυτή υπόσχεση συγκεκριμενοποιείται στην τρίτη επιστολή (3[VIII].8), όπου εκτός των υπόλοιπων έργων του Αριστοτέλους και του Θεοφράστου και των σχολίων του Αριστοτέλους, υπόσχεται ότι θα δημοσιεύσει «όλα τα έργα του Πλάτωνος και όσα σχόλια σώζονται σ’ εκείνον. Θα δημοσιεύσουμε επίσης τα άπαντα του Ιπποκράτους και του Γαληνού και των λοιπών επιφανών συγγραφέων της ιατρικής. Θα προσφέρουμε έπειτα όλους τους μαθηματικούς». Χωρίς να αμφισβητείται η ειλικρινής πρόθεση του Άλδου να καλύψει τα κενά και τις ανάγκες σε ελληνικά κείμενα ή να υποτιμάται η προσφορά του, οι προγραμματικές αυτές εκδοτικές δηλώσεις του θα πρέπει να λειτουργούσαν και ως κάποιου είδους διαφήμιση στο αναγνωστικό και αγοραστικό κοινό του.

Ένα τελευταίο σημείο που αξίζει να σχολιαστεί όσον αφορά στο περιεχόμενο των επιστολών του είναι οι άμεσες –υπό μορφή παραθεμάτων ή παραφράσεων– και έμμεσες αναφορές του Άλδου σε κλασ­σικούς συγγραφείς. Από τους Ρωμαίους συγγραφείς πρωτεύουσα θέση κατέχει ο Κικέρων (1[ΙΙΙ.Β.].1-2 και 5, 2[VII.Α].1 και 3, 3[VIII].1-3, 4[ΙΧ].1 και 3-4), ενώ ακολουθούν οι Οράτιος (1[ΙΙΙ.Β.].3, 2[VII.A].1 και 3, 3[VIII].2 και 6, 5[ΧΙΙΙ].4), Βιργίλιος (2[VII.A].1, 3[VIII].2 και 7, 4[ΙΧ].2, 5[ΧΙΙΙ].2), Οβίδιος (2[VII. A].1, 3[VIII].7), Γιουβενάλης (4[ΙΧ].1 και 3), Μαρτιάλης (3[VIII].7) κ.ά. Από τους Έλληνες συγγραφείς υπάρχουν αναφορές στον Πλάτωνα (4[ΙΧ].1 και 4· η αναφορά του Άλδου περί φυλάκισης της ψυχής στα δεσμά του σώματος και απελευθέρωσής της προς τον ουρανό μετά θάνατον στην Επιστ. 3[VIII].3 δεν είναι βέβαιο αν προέρχεται από τον Πλάτωνα ή από το Όνειρο του Σκιπίωνος του De re publica του Κικέρωνος), πιθανώς στον Αριστοτέλη (3[VIII].5), στον Θεόκριτο (2[VII.A].1), στον Στοβαίο (5[ΧΙΙΙ]. 3) κ.ά. Οι αναφορές αυτές δεν αποκαλύπτουν μόνο την κλασσική παιδεία και την ευρυμάθεια του Άλδου, αλλά προϋποθέτουν και μια αντίστοιχη γνώση των κλασσικών συγγραφέων από τους αποδέκτες των επιστολών αυτών, κυρίως του Αλβέρτου Γ΄ Πίου, αλλά και των λοιπών αναγνωστών του εκδοτικού έργου του.

Οι αφιερωματικές επιστολές του Άλδου επομένως δεν αποτελούν απλώς μια έκφραση των ευχαριστιών του και της ευγνωμοσύνης του προς τον πάτρωνά του, ή απλές περιγραφές του περιεχομένου των τόμων που του αφιερώνει, αλλά είναι το μέσο διά του οποίου επιχειρεί να επικοινωνήσει προς τους αναγνώστες του το πνεύμα του ουμανισμού που τον διακατέχει, τη λατρεία του προς την κλασσική παιδεία και την υποχρέωση ή το καθήκον που αισθάνεται για την αποκατάσταση του κλασσικού παρελθόντος στο σύγχρονό του παρόν.


Add: 2020-02-05 07:44:04 - Upd: 2023-04-06 16:42:40