Κάπα όπως μακάβριο
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-592-095-1
Μανδραγόρας, Αθήνα, 12/2019
313η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 12.72 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
24 x 16 εκ, 168 σελ.
Σύντομη περιγραφή
Συγκεντρωτική ποιητική έκδοση του Κώστα Κρεμμύδα, εκδότη του περ. Mανδραγόρας και Διευθυντή των ομώνυμων εκδόσεων, που αποτελείται από παλιές, σε μεγάλο βαθμό αναθεωρημένες, εκτός εμπορίου πλέον, ποιητικές συλλογές και νέα ποιήματα
Περιγραφή

Συγκεντρωτική ποιητική έκδοση του Κώστα Κρεμμύδα, εκδότη του περ. Mανδραγόρας και Διευθυντή των ομώνυμων εκδόσεων,  που αποτελείται από παλιές, σε μεγάλο βαθμό αναθεωρημένες, εκτός εμπορίου πλέον, ποιητικές συλλογές (Ασανσέρ μια ημιτελής συνουσία, 1993; Ωδή στα τρόλεϋ 1995; Υπέρ Ηρώων, 1998 Μηνύματα σε κινητό, 2002) και από νέα ποιητικά εγχειρήματα.

Τίτλος και εξώφυλλο «θανατολάγνα». «Κάπα όπως μακάβριο» ο τίτλος και στο εξώφυλλο ένας σκελετός που αναπαράγει το περίγραμμά του καθώς κοιτιέται σε καθρέφτη. Όλα προδιαθέτουν για μια καταθλιπτική θεώρηση της ζωής.

Η ποίηση του Κώστα Κρεμμύδα όμως, ιδιαίτερη, ειλικρινής, πηγαία, ευαίσθητη, κυνική, σαρκαστική και αυτοσαρκαστική, ειρωνική, αντιφατική σαν την προσωπικότητα του δημιουργού της, παντρεύει την απαισιόδοξη οπτική με την επαναστατική, αντικομφορμιστική φύση του ποιητή που αποκαλύπτεται και παράγει ένα αποτέλεσμα επίκαιρο, ακόμα κι όταν κάποια από τα ποιήματα έχουν γραφτεί πριν δεκαετίες.

Ζω σε περισσια τετραγωνικά ευάερα και ευήλια/ (φυλλομετρώ τους χάρτες προς Βορράν και προς Νότον)/ διερευνώ τις αβύσσους /του μέλλοντος/ τις διαδρομές /στην άκρη της νύχτας/ στοιβάζω χαρτιά/ περιττά/ σε ποσότητες και παραλείψεις/ διακοσμώ τον περίγυρο/ με αντίκες/ και έτη/ φωτός// Οι διαλέξεις που ακολουθούν λένε ψέματα

Ερωτικές αγωνίες, πάντα στα πρόθυρα μιας εγκατάλειψης, ηδονή στη σαρκική επαφή, πόνος στην αποδήμηση οικείων προσώπων, όλα με φόντο την πολιτική είτε ως δράση ή είτε απλώς ως επίδραση στα καθημερινά, αποτυπώνονται στην ερωτική-πολιτική-κοινωνική ποίηση του Κώστα Κρεμμύδα.

 

Καμιά κραυγή Μονάχα ίσκιοι/ φωτοσκιάσεις αστεριών τα σωθικά μας/ Τι να κληροδοτήσουμε από το τίποτα που απόμεινε;/ Το μέλλον μιας αυταπάτης/ κρύβεται στα θωρακισμένα μας τσίτια/ Πώς μάθαμε στις απειλές και τις φοβίες/ Κρίμα το τόσο χρώμα να ξεβάφει// Ο δρόμος από τον Φρόυντ στον Μαρξ/ μέσω του Βίλχελμ Ράιχ/ είναι εξ ορισμού

Αντεπαναστατικός/ του κερατά  

(Το Aσανσέρ, μια ημιτελής συνουσία,1993)

Με εργαλεία τον υπερρεαλισμό, τον γλωσσοκεντρισμό, τις παρηχήσεις, άλλοτε την ομοικαταληξία κι άλλοτε τον ελεύθερο στίχο ο Kώστας Kρεμμύδας γεννά στίχους ανατρεπτικούς-απολαυστικούς που συγκινούν, αφυπνίζουν, προβληματίζουν, υπενθυμίζουν. Σε κάνουν να μειδιάς ή να υπομειδιάς ακόμα και να ξεσπάς σε γέλιο ή να δακρύζεις, ή απλώς να σκέφτεσαι.

Φαρμακερές διαδόσεις Λέγεται πως η ποίηση είναι δύσβατος και ενίοτε απροσπέλαστος δρόμος πάντως εγώ από του να εκθέτω τις πυορροούσες πληγές μου τα ακρωτηριασμένα μου δάχτυλα το παραμορφωμένο μου πρόσωπο τις χαίνουσες χαραμάδες τα μαυρισμένα ελλιπή μέλη τα καμένα μου χέρια τον φόβο και πάλι τον φόβο// στην αποστροφή του διπλανού μου στη φρίκη της ευπρεπούς fashion victim κυρίας στο βλέμμα του στερημένου νεαρού στη συμπόνια των νεκροπομπών στην ιδρυματοποιημένη ζωή μας στο Κράτος Προνοίας στ’ Αυτόφωρα Τριμελή Πλημμελειοδικεία στα ρεπορτάζ μαϊμούδες στις γλυκανάλατες αναμνήσεις του Πολ Άνκα στα στομφώδη λόγια των τσόγλανων// προτιμώ να κρατώ σημειώσεις ολόρθος φαινομενικά υγιής στην είσοδο πολυ­κατα­στήματος κρύβοντας τις ρωγμές μου ανάμεσα σε κολοκυθάκια τυροκρο­κέτες και φρούτα εποχής αναζητώντας την έμπνευση ανάμεσα σε προσφορές και αγαθοεργίες

(Yπέρ ηρώων, 1998)

H ποίηση του Kώστα Kρμμύδα, μια ποίηση που ψυχ-αγωγεί.

Τζέλα Ασπργέρακα


Κάπα όπως μακάβριο

 

Αυτά συζητούσαμε τις προάλλες με τον Θωμά και συμφωνούσαμε σε όλα –δεν ξέρω αν ήταν στου «Μπραζίλιαν» ή στου «Μανδραγόρα»- γιατί είχε κλείσει από καιρούς το στέκι των νεανικών μας χρόνων με την αντιγοτθική επιγραφή «Το στοιχειωμένο καράβι» και τα μεσογειακά βαρέλια του τρεκλίζοντας στην κόψη του γκρεμού –παρά οίνοπα πόντον έλεγε ο Θωμάς– κ’ ύστερα κρίση του ’44 και του ’52 και του ’67...

Γιάννης Δάλλας «10»

 

...γεμάτη από κρίσεις η ιστορία οι άνθρωποι (θύτες και θύματα) το παρελθόν και μέλλον Ίσως γι’ αυτό έμαθα να μεγαλώνω με ανασφάλειες και αρνήσεις που όσο περνούν τα χρόνια μου φουντώνουν Βλέπετε τα πράγματα παλιώνουν ενώ εμείς παραμένουμε ίδιοι (Λέω ν` αλλάξω/ όλους τους καθρέφτες μου/ Έχουν γεράσει, στιχοποιεί ο Χάρης Μελιτάς)

Μεγαλώνουν οι τοίχοι, οι αποστάσεις οι σκάλες τα συμφέροντα Και όσο αυτά μεγαλώνουν τόσο η πορεία μας μικραίνει και περιορίζεται ασφυχτικά στα απολύτως απαραίτητα Και ποιος θα τα ορίσει;

Στοιβάζονται όλα όσα πρέπει πίσω μας να αφήσουμε, όσοι μας άφησαν, όσους αφήσαμε να γίνονται ανάμνηση Γι’ αυτό ξεπέφτουμε στα ποιήματα μνήμες βαθιά χαρακωμένες που τρέχουν να σωθούν στ’ αζήτητα Κι ας λένε ότι θέλει δύναμη η ανάγκη του άλλου Γιατί ο άλλος είμαι εγώ είμαστε εμείς που χάνονται, μέχρι στο τέλος να ξαναβρεθούμε, πασχίζοντας –αχ αυτές οι μετοχές– να ενώσουμε τις αγωνίες μας που ήταν ασύμβατες (έτσι νομίζαμε)

Κάθε που γράφω μεγαλώνει ο φόβος για το άγνωστο που ψάχνω συνταίριασμα να δώσω γιατί βαρέθηκα τα περιττά τα λίγα και αδιάφορα να λέγονται όταν μάχες μαίνονται Βαρέθηκα σωσμούς σωτήρες λόγια, θα ’θελα μόνο ν’ αξιωθώ κείνη τη μάχη, πριν το τέλος μου, να δώσω δίπλα σας

Μα πού ο καιρός για να νοιαστεί κανείς μ’ αλλότριες λεπτομέρειες: πώς έζησα πού πόνεσα σε ποιες γωνιές του δρόμου στάθηκα πού έφτυσα τι άρπαξα και τι άφησα να φεύγει ως εικόνα (γιατί δεν τόλμησα να διεκδικήσω την αφή της) την ώρα που το τρέμουλο του πυρετού γινόταν χτύπος και καρφί χωμένο σε κροτάφους, μπηγμένο μες στα μάτια μου βαθειά πάλι και πάλι νύχτες και μέρες σκοτεινές σαν στάχτη (Βλέπεις με ρήματα παθητικά δεν χτίζεται ζωή)

Πού να πιαστώ μη γκρεμιστώ, σαν Περσεφόνη, στον κάτω κόσμο δραπετεύοντας ανά εξάμηνα απ’ τη γνωστή χαλκόποδη οδό του Κολωνού μας Εκεί μες στις χαράδρες συναντιόμασταν στο πηγαινέλα αναμασώντας Ερινύες, Ευμενίδες, φόνους κι έρωτες για να ξαναγυρίζουμε, οι άμυαλοι, ακολουθώντας την τροχιά της παρακμής, (ενίοτε διάψευσης) Δεν μας χρειάζεται ασφαλώς ο άπιστος Θωμάς (που λοιδορήθηκε κακώς) για να πειστούμε άπαντες πως περιττά και μη ευκταία τα αναπόφευκτα

Τι κι αν μαθαίναμε ότι η ιστορία γράφει μόνο τα γεγονότα, όταν εμείς δεν καταφέραμε να φτιάξουμε μια ιστορία (απλώς παρασερνόμαστε στο διάβα της) πειθήνιοι και υπάκουοι Δεν είναι ανεχτό να στήνεις την πραμάτεια σου (και ποια πραμάτεια;) με φόβο και από φόβο μπρος στο κενό ανήμπορος

Και τελικά τι μένει έξω από την ιστορία που πάει να πει έξω απ’ την ίδια τη ζωή Τίποτα και τα πάντα ματισμένα σ’ ένα τσιγκέλι κρεοπώλη Με το αίμα να στάζει κάτω στο πάτωμα να πλημυρίζει τους δρόμους και τις καρδιές βάφοντας κόκκινες ακόμα και τις πέτρινες βραχονησίδες

Τα πολλά πεθαμένα και τα λίγα δύσκολα πεταμένα όνειρά μας σε αποθήκες και κάδους βρώμικους μιας Αθήνας που ζέχνει μαζί μας

Να αντέχεις αδύνατον Αδύναμος για αλλαγές χαμένος σε δικλείδες ασφαλείας που εμποδίζουν διαφυγή Κι όμως η έκρηξη δεν αποτρέπεται Δεν αναβάλλεται

Αόριστα ανάκατα δίχως ειρμό και μέτρο και ρυθμό Μακριά από ίαμβους ανάπαιστους τροχαίους μένουν τα λόγια Μόνο οι λέξεις μας κυρίαρχα δικές μας Δεν αποσύρονται Δεν διαπομπεύονται Δεν μπαίνουν καν σε εξαργύρωση Λέξεις σημαίνουσες με σημαινόμενο και δίχως ρήμα Καμιά ενέργεια πια κανένα πάθος

Τ’ άλλα κτερίσματα του τάφου που από χρόνια τα κρατώ δίχως κανείς να αρπάζει Γιατί είναι άχρηστα σε όλους (είναι δικά μου):

Για το βαθύ ερυθρόλευκο κόκκινο, ο λόγος, για ξυλόσομπες, μια ξεχασμένη ξύλινη κολώνα της ΔΕΗ στη μέση ως κατάρτι κι άλμπουρο άχρηστο να κυματίζει μέχρι που βρήκαμε σε ξέρα

Μικτό Γυμνάσιο Κολωνού, Δέσποινα, Αντώνης, Μάρθα, Διονύσης, Νικολάκος, Άρτεμις, Έλσα, Καίτη,Ελπίδα, Τζενάρα, Τζενάκι…

Λόφος του Οιδίποδα (και των δικών μας συμφορών η επικράτεια)

Ο Φώτης, ο Αντρέας, ο Χρήστος, Το καφενείο της Λένορμαν, η πλατεία με την μπαζωμένη πισίνα για το σταυρό στα Θεοφάνεια (και να χιονίζει), ο Πέτρουλας (της χαμένης μας άνοιξης), τo αθάνατο Κελβινέιτορ, η ελληνική ΙΖΟΛΑ, οι κρεοπώλες (ο Αθάνατος, ο Κορομπίλης, ο...), το φωτο-Άλεκ, η Κλεμάνς (των παιδικών παραμυθιών), οι προβολές του Φραγκή και του πατέρα (στη λαδομπογιά της κουζίνας), το Άκρον, η Αστόρια, η Αρμονία, το θέατρο Κεντρικόν (πρώτη παράσταση με ολόασπρο κουστούμι στο κέντρο της σκηνής ευθυτενής κι υπέρβαρος)

Ο Ζαχαρίας στην αποθήκη

Οι περιπολίες του γυμνασιάρχη να μας τσακώσει θεριακλήδες –εμάς τους άκαπνους εκ γενετής– με τόσα εφτάχρονα προβλήματα να λύνουμε που ξέμειναν όλα άλυτα

Η υποστολή της σημαίας –πάντα απογευματινοί στη λειψή μαθητεία και μονίμως υποστελλόμενοι

Τα στόματα που ανοιγόκλειναν στο καθεστώς –αχρείαστα ανταμώματα στη Σοφοκλέους… (Κι αυτός ο Σοφοκλής πανταχού παρών) Από κοντά ο Πλάτωνας με την Ακαδημία και τον Μπύθουλά του.

Το Pleasure της κοινωνικής μας υπόστασης

Το κουπάκι… (ίδια Μαντείο των Δελφών η Ρουμπίνη)

Χούντα και στραβωμάρα

Ο Θεόκτιστος Λαϊνάς που χάθηκε σε μια Λαμία, ο Βαγιανός (μια οφειλή)

Ο Σιδέρης, ο Παπάζογλου ο Μποτίνος ο Τζόλε

Η Λακωνική, η Νάντια, ο Μιχάλης, η Ράνια, η κυρία Λήδα, οι γυμναστικές επιδείξεις, η μπάντα της κυρίας Νίτσας, ο Ρούπας, τα αγγλικά οι ενοχές της μάνας, ο ευθυτενής κόσμος του πατέρα

Ο Κολωνός λοιπόν, ο θρύλος, η Ελλάδα, η Ελλάδα, η Ελλάδα (που γάμησαν και διέλυσαν οι Εφιάλτες), η Πλάτωνος, η Αλαμάνας, η Διστόμου, η Ευκλείδου, τα Σεπόλια, η πλατεία Βάθη, ο Φίνος, τα ρεμπέτικα του Πειραιά, ο Σταθμός Λαρίσης, ο Σταθμός Πελοποννήσου, το Μεσολόγγι, το Αϊβαλί (ή Κυδωνίες), οι πρόσφυγες του τότε και του σήμερα, οι πολλοί νεκροί στη Ναύπακτο, οι άστεγοι, οι κατατρεγμένοι, η ντροπή μας

Όλοι εσείς εδώ σήμερα και πάντα Η Τζέλα που διαβάζει και διορθώνει τα αιωνίως αδιόρθωτα και ημιτελή

Όλοι όσοι συνεχίζουμε να πέφτουμε να σηκωνόμαστε –σε μία αέναη κίνηση στο αβέβαιο– μέχρι να ξαναπέσουμε με κρότο αφήνοντας σε άλλους ζητωκραυγές και κούφιες βεβαιότητες

Ονόματα, ονόματα, ονόματα μόνον Ποια η λειτουργία καθενός, πώς τα συνθέτουμε, κάποια υπόθεση, μια τάξη στην αφήγηση ακολουθώντας έστω φυσική σειρά από το γενικό και πέρα, (όπως το απαιτούσε ο Αριστοτέλης) τίποτα Μήτε ποίηση μήτε μίμηση Μονάχα δράσεις ασυντόνιστες και μύθοι ανάκατοι (οι αυταπάτες)

Μ’ αυτά αναμετριόμαστε δίχως να προεξοφλεί κανείς τα λογικά μας, αν θα γυρίσουμε στο σπίτι μας παρέα με τον Σάντσο Πάντσα, αν θα γνωρίσουμε κανέναν και ποιος θα θυμηθεί (αχρείαστα) την ύπαρξή μας την ανύπαρκτη

Ο Κολωνός, ο Ολυμπιακός η ζωή μας Σήμερα και πάντα

Από καρδιάς, με την καρδιά και στην καρδιά μου δίνω ένα τέλος (εξ ανάγκης) σε τούτο το μη ποίημα που ημιτελές επρόκειτο να μείνει μια για πάντα