Έσω ιριδισμοί
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5215-96-5
Βεργίνα, Αθήνα, 9/2019
1η έκδ.
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 10.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
17 x 24 εκ., 237 γρ., 94 σελ.
Περιγραφή

Κουρνιασμένη σε θαλάμι η ψυχή,
βιγλάτορες όρισε τα μάτια
να ατενίζουν τον κόσμο.
Κι εκείνα, πιστοί φυλακάτορες,
της αντιστέλνουν τις πολυπόθητες
έξω εικόνες. Με αδημονία ανοίγει
την αγκαλιά της και αρχίζει να
συνθέτει υμνωδίες
σε κλίμακα έσω ιριδισμών.
Γιατί, τι άλλο είναι η Ποίηση,
παρά το Ορατόριο της ψυχής μας.

ΟΣΤΡΑΚΟΓΕΝΝΗΜΕΝΗ
 
Σε όστρακο κλεισμένη
άνθισε η ζωή της.
Του ωκεανού το τρικύμισμα οι εμβρυϊκοί της ήχοι.
Κοράλλια που χόρευαν κι ανεμώνες
το Πρωτεϊκό της ίδωμα.
Κόσμος ονείρου με χρώματα και μελωδίες,
παιγνιδίσματα κι ιριδισμούς.
Πετάριζε η καρδιά από το Κάλλος!
Κι ύστερα..
Ύστερα, πεθυμιά Ανάδυσης.
Ειρκτή η ομορφάδα του βυθού της.
Και ανεδύθη!
Ανάλγητα ο ήλιος στις ίριδες καρφώθηκε
και της ζωής τα αστραπόβροντα την ψυχή την ανθισμένη λάβωσαν.
Του Λευτερώματος το τίμημα!
Και κατεδύθη!
Σπλαγχνικά το όστρακο μέσα του την έκλεισε.
Κι οι μητρικές μουσικές γλυκονανούρισμα.
Λύτρωση!
 
ΑΝΑΡΜΕΝΟΣ ΕΡΕΤΗΣ

Ερέτης Μνήμης γίνηκε σήμερα τούτο το βροχολόι το απρόσμενο.
Πραγμάτεια στιγμών φόρτωσε στο πλεούμενο τ' αραχνιασμένο και κίνησε.
Ατίμονο, ανίστιο, με κόντρα τον καιρό, το άγνωρο  το όνειρο κυνηγώντας.

- Πού πάς αφρόντιστο κι ανάρμενο, δίχως πυξίδα κι οδηγό ,
της καρδιάς μου της μικρής καράβι;
Την τρίαινα άδραξε ο Ποσειδώνας και βρυχάται.
Ο Κύκλωπας να σ' ανταμώσει καιροφυλακτεί.
Σκύλα και Χάρυβδη να σε συντρίψουν προσμένουν.
Κι εσύ,
με πανί την αφοβιά,
με ραγισμένο το κουπί,
με τον Αίολο νάχει ανοίξει τους ασκούς σαρκαστικά ....
Πορεύεσαι!
 
-Την Ειμαρμένη μου γυρεύω!
Χρόνο δεν έχω πια εμπόδια να νοιαστώ.
Θωρώ ορίζοντες ανοιχτούς που δεν διάβηκα στης νιότης το ξαστέρωμα.
Σειρήνες ακούω μαυλιστικά να με καλούν.
Η ώρα ήρθε!
Ναι!
Αφήνομαι!
Πετώ το βουλοκέρι και Λεύτερη ξανοίγομαι για όσα δεν τόλμησα.
Γλαροπούλι ζυγιάζομαι στον αιθέρα και κρώζω μεσοπέλαγα.
Πλώρη για του ουρανοθάλασσου το σμίξιμο!

Είπε και σώπασε.
Στο πούσι χάθηκε  μ' ομίχλη σμιλεμένη.

Κι απόμεινα εκεί,
την σιγαλή βροχή ν ' αφουγκράζομαι, το νοτισμένο χώμα  ν’ ανασαίνω, 
σε ονειροκύματα ταξιδεύοντας.
 
ΨΥΧΩΝ ΚΟΝΚΙΣΤΑΔΟΡΟΙ
 
Και κίνησαν , οι των Ψυχών Κονκισταδόροι,
με τα πλεούμενα γιομάτα ελπίδα για Άλωση, άλωση ψυχών.
Πλήρη τα αμπάρια με όλες τις πραγμάτειες.
Τρυφεράδα, λαγνεία, αληθοφάνεια, αρώματα μεθυστικά,
χαμόγελο αγγελικό, μαργαριτάρια και ρουμπίνια και μαλάματα και μάσκες,
πολλών λογιών μάσκες,
κατά περίστασιν.
Άμετρα τα λιμάνια που τους προσμένουν.
Αλύτρωτες ψυχές  στέκουν και καρτερούν φορώντας στον λαιμό
γιορτάνι απαντοχής, πλεγμένο με άνθια και δάκρυα και μοναξιά.
Κοιτούν κατά το πέλαγος μπας και ξεκρίνουν  τις ποθούμενες γαλέρες
του Έρωτα. 
Δεν ψυχανεμίζονται πως τα λάμποντα ιστία επέρχονται 
ναυλωμένα με Πειρατές της Απάτης!
 
ΨΥΧΗΣ ΕΙΔΩΛΟ

Το Είδωλο την τόξευε,
στου καθρέφτη το αντιφέγγισμα.
Εχθρών βέλη οι χαρακιές του Χρόνου.
Πώς; 
Πότε; 
Γιατί; 
αναλογίστηκε.
Ποτάμια οι μνήμες θολερά διάβηκαν.
Ρυάκια στο πάτωμα κύλησαν.
Σφάλισε τα μάτια.

Κι εκεί, το Είδωλο τραγούδησε.
Καθρεφτίστηκε η ψυχή.
Γλαροπούλια  έκρωξαν,
σεργιάνισαν όνειροκύματα,
αντάμα λικνίστηκαν φύκια κι αλμύρα.
Ο χορός της !
Η μυρουδιά της !
Το ουρανοθάλασσό της!
Η  Μήτρα της!
  Χαμογέλασε.
 
 ΦΥΚΟΕΣΣΑ

Στο παραθύρι γερμένη αναμετρούσε της βροχής το ράπισμα στην θάλασσα
και την μέσα της καταιγίδα.
Το κύμα το πολύβουο αφουγκραζόταν
και τους ξέπνοους της καρδιάς της αχούς,
ένα κουβάρι φύκια κι αρμύρα και ταξίδια που δεν έκανε.
Δρασκέλισε το κατώφλι.
Ψυχανεμίστηκε ανάερα ο Γλάρος
τις κραυγές της τις βουβές και πάνωθέ της με απορία ζυγιάστηκε.
-Μου μοιάζεις, ψιθύρισε Εκείνη,
βαθύ μου πέλαγος, σου μοιάζω!

Εκεί, εκεί, στην γραμμή του ορίζοντα!
 
Εκεί, στου ουρανοθάλασσου το σμίξιμο!
Εκεί, εκεί....
Έγινε Ένα με την αλμύρα.
Κι αυτή Φυκόεσσα.
 
ΕΡΩΣ ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ
 
Την παρθενική ικμάδα τού κορμιού σου μετάλαβα,
σμιλευμένο ως μάρμαρον στιλπνόν
υπό το φώς της Σελήνης.
Υακίνθου ευωδία η νιότη σου, με καθήλωσε!
Κι εγώ, ο πολιορκητής, αλώθηκα από το μενεξελί των ματιών σου 
και το βελούδο χειλιών κι ακροδακτύλων.
Λύθηκαν τα μέλη από τον κονκισταδόρο Έρωτα, 
που κούρσεψεν αισθήσεις
και πάσαν αντίστασιν λιθίασε με την σαγήνη του.
Και πορεύτηκα σε  μυστικά περάσματα,
γιομάτα πύρινες εκρήξεις ατέρμονες!
Και σύ, ώ εσύ, πανώρια Αγαπημένη,
φυλάκισες σώμα και ψυχή  στην ειρκτή σου.
Μετάγγισες το αίμα το κοχλάζον στις φλέβες μου
και παραδόθηκα ενεός!
 
-Έτσι είναι ο Έρωτας; σιγοψιθύρισα.
 
Και αφέθηκα  στην λυσιμελή δίνη του.
 
ΡΟΠΤΡΟΝ ΜΝΗΜΗΣ

Το καλντερίμι με ροβόλησε στην παλιά μας γειτονιά.
Χαλάσματα εκεί, όπου έσφυζε ζωή
κι ανθοβολούσαν γιασεμί κι αγιόκλημα στις εμπασιές.
'Κει, όπου τα γέλια των παιδιών αγγελικά ηχούσαν
κι οι ρούγες αντιβούιζαν απ' το κουβεντολόι.
Κυράδες στα σκαμνάκια καθισμένες ξαπόσταιναν
και το σούρουπο καρτερούσαν
για να κλείσουν πάλι την ζωή τους στους πετρότοιχους.
Και μείς, αγκαλιασμένοι με της νιότης τον μαΐστρο, 
σε ονειρόστρατες διαβαίναμε το αέναον του έρωτα ποθώντας.

Τώρα, σερνάμενα τα βήματά μου πέτρωσαν στην πόρτα της Αγάπης μας εμπρός,
σημαδεμένη από του Χρόνου τα αχνάρια.
Απομεινάρι ζωντανό μόνον το ρόπτρον, εκείνο,
 
το σμιλευμένο με την Βρεφοκρατούσα στο κατωκάρπι.
Ζήλευες τα στολίδια στα κρινοδάχτυλα.
Θυμάσαι;;
Κι έπειτα,κρούοντάς το δυνατά, ανοίγαμε την ξώπορτα της Ευτυχίας.
Το ακραγγίζω και με διαπερνά της ερημίας η παγεράδα.
Αποστρέφω τους ώμους
κι ανηφορίζω στο Τίποτα.
 
ΔΡΑΠΕΤΕΣ ΕΠΑΙΤΕΣ
 
Στήθηκαν απέναντί μου σαν σε παράτα, ανθοδέσμη κρατώντας.
Φορούσαν πάλλευκο κοστούμι
και το σαγηνευτικό χαμόγελο του Έρωτα.
Οι παλιές μου Αγάπες!
Στύλωσα της θύμησης το βλέμμα
ανιχνεύοντας στιγμές.
Πολλές! 
Τεθλασμένες, που σύναυγα ευθείες έγιναν 
και ύστερα το κενό του Τέλους.
Υπήρξαν όμως!
 
 Και να, τώρα, εκεί,
εκλιπαρώντας οντότητα!
Σαν γερανοί περαστικοί  εν καιρώ αποδημίας προσγειώθηκαν,
προς ανα-πτέρωσιν.
Η καρδιά μου πετάρισε σ’ αυτή την έκκληση!
Τους χάρισε από ένα αποφόρι μνήμης, όμοιο στον καθένα.
Τόσο λιγοστό! 
Κι όμως !
Το πήραν με λαχτάρα περισσή, 
οι τότε Δραπέτες και νυν Επαίτες.
 
ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ
 
Ριπές ανέμου χόρευαν
με την σιωπή του σαββατόβραδου.
-'Ελα, σιγοψιθύρισαν,
ας μιλήσουμε για τους Μόνους.
Δεν ακούς την κραυγή τους;
Την απόγνωση δεν την οσμίζεσαι;
Απλώνουν τα χέρια τους στην ελπίδα την φευγάτη .
 
- Για τους Μόνους;
Μα ολάκερο κεντημένο είμαι από της ικεσίας τους τις βελονιές, 
μουρμούρισε το Σαββατόβραδο.
Οι ίνες της καρδιάς μου δονούνται από το βουβό τους ηχολόι .
Και το βέλο μου το μαύρο
τον θρήνο τους ενδύει συμπονετικά.
Πέρδικες, που καλούν το ταίρι τους.
Βάρκες κατάμονες, που το κουπί τους αναζητούν.
Νεράιδες απέλπιδες, που το πέπλο τούς άρπαξαν.
Οιμωγή  Ψυχών, που το κύκνειο άσμα τραγουδά.
 

 Έτσι μίλησε!
Κι ο άνεμος τον απόηχο πήρε και βιάστηκε την Κυριακή ν' ανταμώσει.
 
ΠΟΙΗΤΟΥ ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟΣ
 
Τί διατείνεται πως είναι;
 Ποιητής;
 Λιθοβολίστε τον πάραυτα!
 
-Πώς τολμάς εσύ, Ποιητά;
Να εξυπνάς την σκέψη μας;
Να εγείρεις τις αισθήσεις μας;
Να εκτυμβώνεις την μνήμη μας;
Αγώνα μιας ζωής συμβιβασμού,
εκγύμναση ακινησίας νου και αισθημάτων,
αποδοχή του φερέφωνου εαυτού μας,
αποπομπή παντοειδούς Στάσης…
Έρχεσαι εσύ, και όλα τούτα με τους στίχους σου συντρίβεις;
 
Άφησέ μας στην Εικονική πραγματικότητα!
Γλύτωσέ μας από την Αγάπη!
Χάρισέ μας την Απραξία!
 
( Όμως, μην αποσβέσεις το Φως σου,
Ποιητά των Αιώνων!
Είσαι ο λύχνος, ο πολύτιμος, που μας κρατά ακόμη ζωντανούς.)


Add: 2019-10-03 12:58:24 - Upd: 2020-01-15 12:27:16