Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-83579-3-8
Νέα Γενεά, Αθήνα, 2/2018
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 15.90 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 338 σελ.
Περιγραφή

Ένα μυθιστόρημα από πολλές αλήθειες και λίγους μύθους για τον μπολσεβικισμό.

Ο τίτλος «Ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες» είναι μια φράση που χρησιμοποιούσε η Σίτσα Καραϊσκάκη από την εποχή που προπαγάνδιζε στο περιοδικό «Η Νεολαία» υπέρ του Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου και του Ιωάννη Μεταξά.

«Πολλά γυμνάσια ήτανε κόκκινα, το Πανεπιστήμιο τρίβονταν αδύναμο ανάμεσα σε δύο μυλόπετρες, το λαϊκό, το δημοτικό σχολείο, προχωρούσε στον κόκκινο δρόμο, οι διαλέξεις των μορφωμένων είχανε τις χαρακτηριστικές ερυθρές πινελιές και η περιώνυμη «Εκπαιδεφτική μεταρρύθμιση» με τους κομμουνιστές στο Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο έδωσε το τελειωτικό πλήγμα.» (Περιοδικό «Η Νεολαία» 3 Δεκεμβρίου 1938 «Η Ε.Ο.Ν. και η παιδεία»)

«Η γαλλική επανάστασις είχε αλλάξει τόσο το πρόσωπο της Ευρώπης και αναστατώσει την ψυχή των βαλκανικών λαών. Μάταια προσπαθούσε ο αριστοκράτης Μέττερνιχ, ο δυνατός της ευρωπαϊκής πολιτικής να φέρη την ισορροπία. Μα και όποιος δοκίμαζε να βαδίση πάνω στα χνάρια της γαλλικής επαναστάσεως, ήτανε σα νάβαζε το κεφάλι του ανάμεσα στις μυλόπετρες του ανεμόμυλου. Και το παραμικρό αγεράκι μπορούσε να συντρίψη το κρανίο του!» (Περιοδικό «Η Νεολαία» 25 Μαρτίου 1939, «Ρήγας Βελεστινλής Μια φλογερή ψυχή» )

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

«Στην ψυχή της καλής μου μανούλας της προσφυγοπούλας και σε όλες τις βασανισμένες ψυχές που βρέθηκαν πλεγμένες σε πολέμους, διωγμούς και κοσμοθεωρίες και τσακίστηκαν σαν τα σπυριά του σταριού ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΔΥΟ ΜΥΛΟΠΕΤΡΕΣ.»

«…το ιστόρημα τούτο είναι μια μοίρα, μια ζωή και μιαν αλήθεια, βασισμένο στην περιπέτεια του ανθρώπου των τελευταίων πενήντα χρόνων, που αλέθεται σαν σπυριά σταριού ανάμεσα σε δυο μυλόπετρες.»

«Ο φανατισμός μιλούσε μέσα από τα μάτια τους, ενώ τον εβεβαίωναν, πως δεν επιθυμούν τίποτε άλλο από την ευημερία του λαού. Πανωλεθρία στη γενιά των μπουρζουά, καταστροφή στον αστό, ήτανε το μότο τους.. Να ξερριζωθεί, να μην ξαναφυτρώσει στα ρώσσικα χώματα, νάρτει και να κυριαρχήσει μια νέα γενεά, η γενεά, που θα ζήσει μόνο με την ύλη χωρίς όνειρα, χωρίς πίστη, χωρίς ιδεαλισμό, σαν νάτανε δυνατό να ζήσει έτσι ο ρωσσικός λαός!»

«Δεν θέλουμε να αφήσουμε το χώμα μας! Θα μείνουμε εδώ, ως που να μας βοηθήσουν οι Δυνάμεις, ως που να ανασυσταθεί ο στρατός μας. Θέλουμε να ζήσουμε εδώ, όπως οι γεννιές μας αιώνες έζησαν και πέθαναν για να αναστηθούν σε μας»

«Η κραυγή του αίματος των αδελφών σας, που σε ποτάμια χύνεται με τη διαταγή σας, φτάνει ως τον ουρανό. Ζούμε μια φριχτή εποχή της κυριαρχίας σας με την οποία ζητάτε να σκοτεινιάσετε μέσα στη ψυχή του λαού το ομοίωμα του Θεού και να χαράξετε του ζώου την εικόνα»

«Κι οι κόκκινοι κομμισάριοι ήτανε δίκαιοι. Μοίραζαν…μοίραζαν. Ήξεραν, πως ήταν πιο εύκολο να κάνουν τους πλούσιους φτωχούς, παρά τους φτωχούς πλούσιους. Αυτή ήτανε η περιώνυμη θεωρία των για ισότητα»

« – Δεν έμαθες, πως και τη Παναγία και το Χριστό σου τους ρίξαμε από το θρονί τους;

Όχι όμως κι από την ψυχή μας, του απάντησε το κορίτσι αγριοκυττάζοντάς τον.

– Κατσίκα, είπε ο κόκκινος και γέλασε. Γδύσου.»

«…είναι ίσως μόνο ένας γελοίος παλιάνθρωπος, που δεν έχει τίποτα να χάσει, ισόβιος φοιτητής, οκνηρός και κουτός, μάλιστα μπορεί να είναι και κρυφός κομμουνιστής. Τα πνεύματα ανάβουν.»

«Δεν είχανε καιρό να μελετήσουν για να νοιώσουν τη μέθοδο των μπολσεβίκων. Αυτοί πολεμούσαν μόνο με όπλα, ενώ οι κόκκινοι έθεταν σε ενέργεια όλα τα μέσα»

«Το γεφύρι σε μια μεριά ήτανε τέλεια χαλασμένο. Η Νατάλγια πρότεινε να γυρίσουν πίσω. Μα ο γιατρός δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. Πίσω; Μόνο μπρος πρέπει να πηγαίνει κανείς. Και δεν έχασε καιρό. Με δύναμη έσυρε ένα πεσμένο κορμό δένδρου προς το χάσμα. Θα περάσουν.

-Ξέρεις Νατάλγια, εμείς οι Γερμανοί έχουμε κάτι κεφάλια, που δε γυρίζουν εύκολα. Σαν βάλλουν κάτι στο μυαλό τους θα το κάνουν. Και τώρα ας περάσει η πριγκίπισσα….και της έδωσε το χέρι. Εκείνη γέλασε. Της άρεσε το αστείο αυτό κοπλιμέντο μέσα σε τούτη την πρωτόγονη ερημιά. Πόσο δυνατό ήταν το χέρι αυτό! Θα μπορούσε να πηδήσει το χάσμα όσο και μεγάλος νάτανε ο κίνδυνος. Φτάνει νάξερε πως στην απέναντι μεριά θα την κρατούσε το χέρι αυτό.»