ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ KATAPAMENA KI EYΛOΓHMENA XAPTIA
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΚΑΤΑΡΑΜΕΝΑ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΑ ΧΑΡΤΙΑ
ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑΣ
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-505-180-8
Άγρα, Αθήνα, 12/2015
Ελληνική, Νέα
€ 19.50 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
21 x 14 εκ, 360 σελ.
Σύντομη περιγραφή
Επιστολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.
Περιγραφή

Εδώ αρχίζει να καλοκαιρεύει. Μα τί `ναι τούτο; Δεν αποκρίνομαι πια εύκολα στο φως, στα χρώματα, στα σχήματα της άνοιξης. Τί φταίει τάχα; Γεράματα; Πολλές δοκιμασίες, πολλές μνήμες; Πολύ σκύψαμε μέσα μας; Πολύ καθαρά βλέπουμε και μες στα σκοτεινά; Πού `ναι κείνη η «άγια αφέλεια»; Μεγάλες εμπειρίες, αξιοθαύμαστες – ας μας λείπανε (ναι; – δε θα το `θελα και δε θα το μπορούσα). Τί κάθομαι και σου λέω;

— Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Αθήνα, 14.V.64

ΣΕ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΤΗ ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ στις 17 Απριλίου 1961, ο Ρίτσος, όταν μόλις την προηγούμενη χρονιά έχει αποκατασταθεί ένας επιστολικός διάλογος μεταξύ τους, γράφει: «Πότε πια θα `ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες – όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά – αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καη­μός μας κι η μεγάλη παρηγόρια μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτά­νουμε τ` άστρα, κι εσύ δε θα φτάσεις στην πατρίδα;». Σ` αυτή την επώδυνη και γεμά­τη λαχτάρα ερώτηση-έκκληση οφείλεται ο τίτλος της παρούσας έκδοσης με τα επι­στολικά τεκμήρια ανάμεσα στον Γιάννη Ρίτσο και στη Μέλπω Αξιώτη, η οποία βρίσκεται σε αναγκαστική υπερορία από τις 22 Μαρτίου 1947.

Οι αντηχήσεις του λόγου της Αξιώτη στις επιστολές του Ρίτσου είναι ισχυρές, και η μορφή της αναπαρίσταται ζωηρά, ειδικά μετά την επίσκεψη του ποιητή στο Ανατολικό Βερολίνο και την ποθητή συνάντησή τους στα μέσα του Σεπτέμβρη του 1962· έτσι, μέσα από τις ρωγμές του απαντητικού λόγου του Ρίτσου, μπορεί κανείς όχι μόνο να αφουγκραστεί τις πνιχτές κραυγές αγωνίας της σιωπηλής εξόριστης Μέλπως, για να βγει επι­τέλους από το μαύρο πηγάδι της απουσίας, αλλά και να αντιληφθεί τις εμμονές, τις αγκυλώσεις και τις δυσκολίες της όταν χρειάζεται να ξανοιχτεί και να μιλήσει. Η Αξιώτη μοιάζει ωσεί παρούσα να στοιχειώνει τις σελίδες του παρηγορητικού, δυναμικού και ολόψυχα δοσμένου στην υπόθεσή της Ρίτσου. Ζει με αναμνήσεις, αντινομίες και κλυ­δωνισμούς, γράφει, σιωπά και αυτολογοκρίνεται, έχοντας στο μεταξύ βιώσει τις ιδιοτυ­πίες μιας σκληρής σχέσης ανάμεσα στην πολιτική κομμουνιστική εξουσία με τη λογοτε­χνία, την κριτική και την τέχνη γενικότερα.

Ο Ρίτσος έγραφε στην Αξιώτη στις 7.1.1964: «Ο χρόνος θα μιλήσει όταν εμείς δε θα `χουμε πια μερτικό στο χρόνο. Κι αυτή είναι η μεγάλη αδικία: ο μόνος δίκαιος κριτής του έργου μας, ο χρόνος, ν` αφανίζει εμάς τους ίδιους». Όμως η προσδοκία μαζί με τη βαθιά επιθυμία για διάσχιση του χρόνου εδραιώνει και στους δύο την πεποίθηση ότι εξακολουθείς να είσαι ζωντανός όσο οι άλλοι μιλούν για σένα και ότι αυτό κατορθώνεται μόνο χάρη στο έργο που αφήνεις πίσω γιατί, κατά την Αξιώτη, «ο άνθρωπος είναι μικρός, μεγάλα είναι μόνο τα έργα του», και γι` αυτόν το λόγο «όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα». Πώς θα μπορούσε ο Ρίτσος να μην προσυπογράφει το παραπάνω, από τη στιγμή που απαθανάτισε σε τέχνη τη θνητότητα της ζωής.

 

Αγαπητέ φίλε,

Τριγυρισμένη απ` τον ήλιο που τον πε­ρίμενα, πιάνω τέλος να σου γράφω – Μην το θαρρείς λίγο πράμα, έστω κι αν δεν είναι εύκολο να το καταλάβεις – Είχα να γράψω σε φίλους δέκα χρόνια

– γιατί δεν μπορούσα – δεν είχα τίπο­τα να πω αν δεν έλεγα πολλά – η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη – είχε πολλών ειδών μάκρη – και ακατανόητα για όποιον δεν τα περπάτησε – Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε τον άνθρωπο που βαδίζει με δυο δεκανίκια κι ας θαρρεί πως μοιράζεται τον πόνο του – αυτό είναι τίποτα μπροστά στο κάθε βήμα που πρέπει να κάνουνε τα ξένα πόδια σφηνωμένα στο δικό σου κορμί – Έτσι μπορεί να μάθεις να βαδίζεις, μα ξεμαθαίνεις να μιλείς με το διπλανό σου – κατάλαβε λοιπόν γιατί δε σου ‘γραφα παρά για τα πραχτικά ζητήματα – Η φροντίδα κι η στοργή που μου `δειξες μου έκαμαν πολύ καλό, αν και τα λόγια τούτα που σου γράφω μπορεί να μη λένε όσα θέλω να πω και πρέπει να τα συμπληρώνεις – Να ξέρεις μόνο πως δεν είμαι εγώ εκείνος ο άνθρωπος που ήξερες – είμαι ένας άλλος – αλλιώτικος – Πολλές ήταν οι αιτίες, και πρώτα απ` όλα ο εαυτός μου αντίκρυ στα φαι­νόμενα ακατασκεύαστος για να μεταπιαστεί με τα νέα προζύμια. [...]

—M. ΑΞΙΩΤΗ, Ιταλία, 6.7.60

Γιάννη μου,

Χαρά με γέμισες από χτες, απ` όταν έλαβα το περιοδικό που μου έστειλες –είναι το πρώτο «δείγμα» που είχα– και ξέρεις απ` τον εαυτό σου τι θα πει να βλέπεις μεταμορφωμένα σε τυπογρα­φικά στοιχεία τα πράματα εκείνα της καρδιάς σου και του νου – αν τυχαίνει να είσαι και τζαναμπέτης, μπορεί και να μην τα παραδεχτείς στη νέα τους κατά­σταση, να σου γίνουν ξένα κι εχθρικά – τούτο μου συμβαίνει κάποτε (τρέχα γύρευε πούθε προέρχεται), όμως όχι τούτη τη φορά – συμφιλιώθηκα αμέσως μαζί τους – μπας κι είναι επειδή εσύ με τόση στοργή τα φρόντισες – τις ξέρει – Παύω.

— M.ΑΞΙΩΤΗ, Βερολίνο, 14.12.61

Αγαπημένη μου Μέλπω,

Ξέρω την κούραση, την πίκρα (κι ακόμη τη βουβή τρυφερότητα μιας φοβισμένης και γι` αυτό ακατάδεχτης ή αδιάφορης μοναξιάς, που το `χει πάρει απόφαση να `ναι μόνη), που κρύβουν οι σύντομες, απλές, τυπικές λέξεις. Ένα μονάχα δεν καταλαβαίνω σε σένα: που δεν καταλαβαίνεις και τη δική μου δυσκολία να σου γράφω. Βλέπεις μόνο απ` τη μεριά σου. Ο όγκος κι η από­σταση των δέκα χρόνων έχουν μπει όχι μονάχα ανάμεσα σε σένα και σε μένα, μα και ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και πιο πολύ ανάμεσα σε μας και τον εαυτό μας και όλους. Πώς να τον μιλή­σεις και να τον λυώσεις όλον αυτό τον όγκο. Διαφορετικά γεγονότα (ή και τα ίδια) που τα ζήσαμε σ` άλλους χώρους πετρώνουν μέσα στη σιωπή και μας πετρώνουν.

— Γ. ΡΙΤΣΟΣ, 20.VII.60

 

Αγαπημένη μου Μέλπω,

[...] Οι άνθρωποι ζητάνε την ευκολία τους, κι αυτοί που θεωρούνται «υπεύθυνοι» έχουν μείνει πολύ πίσω, δεν ανανεώθηκαν, και, το χειρότερο, στόμωσε κι η όποια ευαισθησία τους και δεκτικότητά τους, και, ακόμα χειρότερο, δεν το ’χουν πάρει είδηση. Δε μας μένει πια παρά μόνο η δουλειά μας. Αν δε μπορούμε να σωθούμε μ’ αυτήν, τίποτα δε μας σώζει. Γράφε τα «Θαλασσινά» σου κι άσε το χιόνι να πέφτει και τον άνεμο και τους «κριτικούς» να ουρλιάζουν. Αυτός που έγραψε το «Κοντραμπάντο» δεν έχει φόβο – γλυτώνει απ’ το ναυάγιο, γλυτώνει και τους ναυαγούς, αν όχι σήμερα, τουλάχιστο αύριο-μεθαύριο. Απ’ τον καιρό που διάβασα αυτό το ποίημα σου δεν ανησυχώ πια για σένα και την αντοχή σου. Ξέρεις να μεταβάλλεις την οδύνη, την παρεξήγηση, τη μόνωση, σε κατανόηση, σε δύναμη αποδοχής, σε ομορφιά, θα ‘λεγα – δηλαδή σε ουσία ζωής. [...]

— Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Αθήνα, 23.Ι.61

 

Και πάντα γνώρισμα του αληθινού ποιητή είναι η κατανόηση και κείνων που δεν τον κατανοούν κι η καρτερία. Ο χρόνος είναι μαζί τους. Και μπορούν να περιμένουν και να υπομένουν.  Και να δουλεύουν (πώς μπορούν να κάνουν αλλιώς;) πέρα κι απ’ την αναμονή –όποια αναμονή– και την υπομονή.

— Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Καρλόβασι Σάμου, 18.V.61

 

Αγαπημένη μου Μέλπω,

[...] Πότε πια θα ‘ρθεις, να τα πούμε όπως άλλοτε, ώρες κι ώρες – όχι πια τούτο το άχαρο, παγερό χαρτί, που μας στράγγιξε όλη μας τη ζωή και κάποτε μας βλέπει και το βλέπουμε εχθρικά – αυτό το χαρτί το καταραμένο κι ευλογημένο, ο καημός μας κι η μεγάλη παρηγοριά μας, η μοναξιά μας κι η συντροφιά μας. Εδώ φτάνουμε τ’ άστρα κι εσύ δεν θα φτάσεις στην πατρίδα; Σε περιμένω και σε φιλώ. Μη με ξεχνάς. [...]

— Γ. ΡΙΤΣΟΣ, Αθήνα, 17.IV.61