Έσσεται ήμαρ...
Όπερα για σοπράνο, βαρύτονο, ανδρική χορωδία, κουαρτέτο πνευστών, κουαρτέτο εγχόρδων και μπάσο κοντίνουο σε στίχους από την "Ιλιάδα" και την "Οδύσσεια" του Ομήρου (α΄ γραφή 1986, β΄ γραφή 1995)
Essete Imar..
Opera for Soprano, Baryton, Men's Choir, Wind Quartet, String Quartet and Basso Continuo Based on Verses from Homer's "Iliad" and "Odyssey" (1st Writing 1986, 2nd Writing 1995)
Σύνθεση μουσικής: Κουμεντάκης, Γιώργος
Κυκλοφορεί
ISBN: 979-0-69151-391-0
Ελληνική, Νέα
€ 55.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Δερματόδετο
29 x 21 εκ, 636 γρ, 135 σελ.
Περιγραφή

Το έργο "Έσσεται ήμαρ..." του Γιώργου Κουμεντάκη σταχυολογεί το στιχουργικό υλικό του από τα δύο έπη του Ομήρου και ακολουθεί τη δομή της αναγεννησιακής όπερας. Γράφτηκε το 1986 μετά από παραγγελία του Δήμου Ηρακλείου Κρήτης και παίχτηκε στο Ηράκλειο, το Όσλο και το Βερολίνο. Στη β΄ γραφή του έργου, για το φεστιβάλ Άργους 1995 σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, ο συνθέτης προσέθεσε ανδρική χορωδία.

Στην παρτιτούρα, ως υπότιτλος, σημειώνεται: "μίμησις πράξεως σε επτά επεισόδια". Διαδοχικές εικόνες, μουσικά συνεχόμενες αλλά με χαλαρή δραματουργική σύνδεση, ξετυλίγουν στιγμές από τη ζωή ενός προσώπου. Ο μύθος μας μεταφέρει στις τελευταίες μέρες της Τροίας αντιπαραθέτοντας την αινιγματική μορφή της Ελένης σε έναν ανδρικό κόσμο πόλεμου, θανάτου κι επικείμενης καταστροφής. Το κεντρικό επεισόδιο αντλείται από τη δ΄ ραψωδία της "Ιλιάδας"· ο Μενέλαος και η Ελένη διηγούνται τη σκηνή στον Τηλέμαχο για να εξάρουν την ευφυΐα του πάτερα του: όταν ο Δούρειος Ίππος μπήκε στην Τροία μόνο η Ελένη αντιλήφθηκε το τέχνασμα των Αχαιών. Οδηγημένη ίσως από κάποιο δαίμονα, άρχισε να φέρνει γύρους το ξύλινο άλογο και να καλεί τους κλεισμένους μέσα Αχαιούς μιμούμενη τις φωνές των γραικών τους. Οι ήρωες ξεγελασμένοι παρολίγο να προδοθούν τους έσωσε όμως η ψυχραιμία του Οδυσσέα.

Στο αρχαίο θέατρο του Άργους το 1995 η "όπερα δωματίου" εκτοξεύτηκε στον ανοιχτό χώρο και την αχανή έκταση ενός ερειπωμένου μνημείου. Η αδρή αλλά και τόσο συγκινητική μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη προσέφερε έδαφος για έναν στοχασμό πάνω στην ανθρώπινη κλίμακα μέσα στην περιπέτεια της Ιστορίας. Η σκηνοθεσία επέλεξε να αξιοποιήσει τη δυναμική της αρχιτεκτονικής του αρχαίου θεάτρου αντιστρέφοντας την οπτική του θεατή: θεατές και μουσικοί (η Oslo Sinfonietta υπό τη διεύθυνση του Stefan Skold) εγκαταστάθηκαν στην ορχήστρα, ενώ η δράση κατέλαβε το κοίλον του αρχαίου θεάτρου, στον λαξευμένο τον 3ο π.Χ. αιώνα Θεόρατο βράχο της ακρόπολης του Άργους. Έτσι που η μουσική να μοιάζει ότι γεννιέται από τον βράχο και η ενατένιση του φυσικού τοπίου να γίνεται ενεργητική, ανήσυχη, σχεδόν φιλοσοφική. [...]

(από τον πρόλογο του Βίκτωρα Αρδίττη)