Πρό ημίσεος περίπου αιώνος τα διάκοσμα υφάσματα της αρχαιότητος ήσαν άγνωστα. Τα γραπτά και γλυπτά μνημεία και αι μαρτυρίαι των αρχαίων συγγραφέων διεπίστουν την ύπαρξιν τούτων, αλλ` άνευ συγχρόνων υφασμάτων αι γνώσεις περί αυτών ήσαν ελλιπείς και συγκεχυμέναι. Τα πρώτα ευρήματα ήλθον εις φως τω 1876 και προέρχονται εξ Ελληνικών ταφών της Κριμαίας του τρίτου ή τετάρτου αιώνος π.Χ. ( . . .) Η σπουδαιότης των υφασμάτων τούτων είναι μεγάλη όχι μόνον δια την καλλιτεχνικήν αυτών αξίαν, αλλά και δια την ιστορικήν. Εις τα αναπτυσσόμενα θέματα και την τεχνουργίαν αυτών αντικατοπτρίζονται ου μόνον η Ελληνιστική εποχή, η επίδρασις της οποίας είναι καταφανής εις την παλαιοχριστιανικήν τέχνην, αλλά και η των λαών, οίτινες αλληλοδιαδόχως κατέλαβον την χώραν ή ήλθον εις επαφήν δια του ειρηνικού εμπορίου προς αυτήν και των εξ Ανατολής τεχνιτών, οίτινες εγκαταστάθησαν εις την Αίγυπτον. (. . .)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]