Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική που θα μπορεί να εμφανίζεται ως επιστήμη
Prolegomena zu einer jeden künftigen Metaphysik, die als Wissenschaft wird auftreten können (τίτλος πρωτοτύπου)
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-558-044-5
Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα, 1/2013
2η έκδ. || Πλήρης
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
Γλώσσα πρωτοτύπου: Γερμανική
€ 11.66 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 281 γρ., 212 σελ.
Περιγραφή

Ο Καντ ξεκινά με την πεποίθηση ότι η μέχρι τώρα πραγματωμένη Μεταφυσική είναι μια έσχατα προβληματική επιστήμη, και ότι δεν επιτρέπεται να συνεχίζει κάποιος την ενασχόληση μαζί της, όσο δεν έχει δοθεί απάντηση στο ερώτημα: Είναι διόλου δυνατό εκείνο που λέγεται Μεταφυσική; Αμφιβάλλοντας για την πραγματικότητά της ως επιστήμης ο Καντ κριτικάρει το γεγονός ότι δεν παρουσιάζεται σ’ αυτήν καμιά πρόοδος και καμιά εκπλήρωση των υψηλών της προσδοκιών, μολονότι παραμένει αναντίρρητη η μεταφυσική ορμή που ενυπάρχει ως σύμφυτη με τη λογική ικανότητα του ανθρώπου. Βγαίνει λοιπόν το συμπέρασμα ότι είναι απαραίτητη μια ριζική αναμόρφωση αυτής της επιστήμης. Τα παρόντα Προλεγόμενα είναι ένα σχεδιάγραμμα της κριτικής που ασκήθηκε στην καθαρή λογική. Μπορούν λοιπόν να χρησιμεύσουν σαν μια προκαταρκτική άσκηση για την εμβάθυνση στη θεμελιώδη εκείνη Κριτική. Κι ενώ ετούτη συντάχθηκε με συνθετική μέθοδο, δηλαδή ξεκινά από τις πηγές της γνωσιακής μας ικανότητας για να δείξει τη σύνδεσή τους με όλα τα συστατικά στοιχεία και επιτεύγματα της κάθε επιστήμης, τα Προλεγόμενα συντάχθηκαν με αναλυτική μέθοδο, δηλαδή ξεκινούν με την ανάλυση της μαθηματικής και φυσικής επιστήμης για να καταλήξουν στις μεταφυσικές πηγές.

Εισαγωγή του μεταφραστή
1. Καθοδόν προς τα «Προλεγόμενα»
2. Η βιβλιοκρισία των Φέντερ-Γκάρβε
3. Η δομή των «Προλεγομένων»
4. Η παρούσα μετάφραση
Πρόλογος
ΠΡΟΟΙΜΙΟ: Ο Ιδιότυπος χαρακτήρας κάθε μεταφυσικής γνώσης
§1. Οι πηγές της Μεταφυσικής
§2. Το είδος της γνώσης, που μόνο αυτό μπορεί να ονομάζεται μεταφυσικό
α) Η διαφορά ανάμεσα σε συνθετικές και αναλυτικές κρίσεις εν γένει
β) Η κοινή αρχή όλων των αναλυτικών κρίσεων είναι η αρχή της αντίφασης
γ) Οι συνθετικές κρίσεις χρειάζονται μιαν άλλη αρχή και όχι την αρχή της αντίφασης
§3. Σημείωση για τη γενική διαίρεση των κρίσεων σε αναλυτικές και συνθετικές
Γενικό ερώτημα των Προλεγομένων: Είναι διόλου δυνατή η Μεταφυσική; (§4)
Γενικό ερώτημα των Προλεγομένων: Πώς είναι δυνατή μια γνώση προερχόμενη από καθαρή λογική; (§5)
ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΥΠΕΡΒΑΣΙΑΚΟΥ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΣ
Πρώτο μέρος: Πώς είναι δυνατά τα καθαρά Μαθηματικά;
Σημείωση Ι
Σημείωση II
Σημείωση III
Δεύτερο μέρος: Πώς είναι δυνατή η καθαρή Φυσική;
Πώς είναι δυνατή η φύση;
Επίμετρο στην καθαρή Φυσική: Το σύστημα των κατηγοριών
Τρίτο μέρος: Πώς είναι δυνατή η Μεταφυσική εν γένει;
Προεισαγωγική παρατήρηση στη Διαλεκτική της καθαρής λογικής
Ι. Ψυχολογικές ιδέες
II. Κοσμολογικές ιδέες
III. Θεολογική ιδέα
Γενική σημείωση πάνω στις υπερβασιακές ιδέες
Συμπέρασμα. Ο καθορισμός των ορίων της καθαρής λογικής
Λύση του γενικού προβλήματος: Πώς είναι δυνατή η Μεταφυσική ως επιστήμη;
Επίμετρο: Τι μπορεί να γίνει, ώστε να καταστεί πραγματική η Μεταφυσική ως επιστήμη
Ένα παράδειγμα: μια κρίση πάνω στο βιβλίο μου, η οποία προηγείται της έρευνας
Μια πρόταση: να ερευνηθεί η «Κριτική» κατά τρόπο ώστε να έπεται η κρίση
Πίνακας ελληνικών όρων
Γερμανοελληνικό γλωσσάρι
Πίνακας κυρίων ονομάτων
  • Στην εφημερίδα Καθημερινή (11-7-1985) δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Δρ. Φιλ. Νίκου Μακρή

Καντ ο μεταφυσικός

Ο Καντ υπήρξε μεγάλος μεταρρυθμιστής, αν όχι επαναστάτης, στο χώρο της φιλοσοφίας. Για να κατανοηθεί όμως το μήνυμά του απαιτείται επίμονη και ηρωική, θα έλεγα, αναμέτρηση με τις τρεις «κριτικές» του τουλάχιστο, επίκληση των πηγών του και βασανιστική εξέταση των κύριων θέσεών του, οι οποίες συνοψίζονται στις ακόλουθες: Ο χώρος είναι καθαρή μορφή της εξωτερικής εποπτείας, ο χρόνος καθαρή μορφή της εσωτερικής εποπτείας۰ συνέπεια των βασικών αυτών αρχών του φιλοσόφου είναι η επαναστατική αντίληψη, η σχετική με τα αντικείμενα τα οποία δεν είναι πια «πράγματα καθεαυτά» αλλά φαινόμενα. Αυτό σημαίνει πως η γνώση είναι προσωπικό-υποκειμενικό γεγονός, το οποίο επιτελείται στη σκέψη. Γνωρίζουμε επομένως την εξωτερικότητα όχι όπως είναι «καθεαυτή», αλλά όπως ο χώρος και ο χρόνος μας επιτρέπουν να την γνωρίζουμε, αφού τα δύο ανωτέρω μεγέθη είναι προεμπειρικές μορφές αισθαντικότητας, οι οποίες μάλιστα καθιστούν δυνατή κάθε θετική εμπειρία. Ο Καντ κατέβαλε ηρωικές προσπάθειες για να πείσει τον αναγνώστη ως προς την αλήθεια των απόψεών του για το χώρο και το χρόνο. Ήδη, όμως, τα επιχειρήματά του υπαινίσσονται πως ο μεγάλος μεταφυσικός δεν ήταν σίγουρος. «Εάν η εποπτεία μας ήταν τέτοιας φύσης, ώστε να παρουσιάζει τα πράγματα καθώς είναι καθ’ εαυτά, καμιά εποπτεία δεν θα παραγόταν a priori, παρά θα ήταν πάντοτε εμπειρική… αλλ’ ακόμη και αν παραδεχτούμε ότι αυτό είναι δυνατό…» (σελ. 59). Ωστόσο, σ’ αυτά τα δοσμένα βρίσκεται η αφετηρία του «υπερβατολογικού» (υπερβασιακού κατά τον μεταφραστή) ιδεαλισμού, τον οποίο στα «Προλεγόμενα» αποκαλεί πια «κριτικό».

Η στη συνέχεια διαίρεση των κρίσεων σε a priori αναλυτικές και συνθετικές, στρώνει το δρόμο στη δυνατότητα του πνεύματος να συνθέτει, να κρίνει, να αποφαίνεται. Οι μαθηματικές και οι γεωμετρικές κρίσεις είναι συνθετικές, κι αυτό σημαίνει πως δύο έννοιές τους μας οδηγούν σε μια νέα, την οποία δεν γνωρίζαμε προηγουμένως. Ήδη προβάλλουν οι κατηγορίες του νου για να πορίζουν στην καθαρή λογική τις ιδέες της, για να προσφέρουν δηλαδή τη δυνατότητα στον καθαρό λόγο να αξιολογεί και μεταφυσικά την πραγματικότητα. Σ’ αυτό το σημείο ο Καντ ακολουθεί μέχρι ένα μεγάλο βαθμό τον Αριστοτέλη (όσο κι αν αντιτάσσεται στο ρεαλισμό του) και γενικότερα την παράδοση*. Αν προσέξουμε όμως θα διαπιστώσουμε τη βαθιά συνοχή του συστήματός του και το ποιόν της μεταφυσικής του. Ο μεταφυσικός δεν οφείλει ποτέ να ξεφύγει από τα όρια στα οποία τον τοποθετούν τελεσίδικα οι απριορικές μορφές της προεμπειρικής εποπτείας, οι οποίες ακριβώς καθιστούν δυνατή κάθε θεωρητική αξιολόγηση της γνώσης.

Εδώ ακριβώς πρέπει να τονιστεί πως το πνεύμα έχει έμφυτες συνθετικές ικανότητες, σε σημείο που η μεταφυσική δεν είναι παρά λογική αξιολόγηση των προεμπειρικών αρχών της γνώσης. Παράξενα, οι προεμπειρικές αρχές στηρίζονται στα δοσμένα της αυθεντικότητας και αξιολογούνται υπερεμπειρικά από το λόγο ο οποίος, ωστόσο, δεσμεύεται. «Η καθαρή λογική με τις ιδέες της δεν αποβλέπει σε ιδιαίτερα αντικείμενα που υπερβαίνουν το πεδίο της εμπειρίας, παρά απαιτεί μόνο να υπάρχει πληρότητα στη χρησιμοποίηση του νου μέσα στην περιοχή της εμπειρίας. Αλλ’ αυτή η πληρότητα μπορεί να είναι μόνο πληρότητα των αρχών, όχι των εποπτειών και των αντικειμένων» (σελ. 133). Προεμπειρικές επομένως είναι οι αρχές της καντιανής μεταφυσικής και όχι υπερεμπειρικές. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η καντιανή πρόκληση η οποία δημιούργησε σχολές (Νεοκαντιανοί του Μαρβούργου, της Βάδης) αλλά και γονιμότατες αντιδράσεις.

Είναι ο Καντ μεταφυσικός; Στο δύσκολο αυτό ερώτημα μπορεί να δοθεί καταφατική απάντηση, αν ληφθεί υπόψη πως οι κύριες αρχές του συστήματός του είναι κατά μέγα μέρος προσωπικές προεκτάσεις των προβληματισμών των Ντεκάρτ, Λοκ, Χιούμ και κυρίως του Μπέρκλεϋ, όσο κι αν ο τελευταίος χαρακτηρίζεται από τον Καντ «δογματικός ιδεαλιστής». Υπάρχει αναμφισβήτητα μια καντιανή μεταφυσική σοφία, λύτρο ακριβό ουσιαστικής αναστροφής με τα κείμενα του φιλοσόφου, η οποία όμως δεν περιορίζει απλά το πεδίο της μεταφυσικής, εντάσσοντάς το στις δυνατότητες των προεμπειρικών αρχών που πορίζονται τις έννοιές τους από την αισθητή εμπειρία۰ το υποτάσσει αμείλικτα στη λογική, για να το «αποκαταστήσει» από τη στιγμή που ο λόγος γίνεται πρακτικός. Ήδη η ηθική φιλοσοφία του Καντ αποκαλύπτει το μεταφυσικό είναι του φιλοσόφου. Υπερβολική ίσως, αλλά σημαντική είναι η διαπίστωση του Μπερντιάεφ: «Δεν είναι αλήθεια να λέμε, πως ο Καντ θέτει ένα τέρμα σε κάθε μεταφυσική۰ απλώς θέτει τέρμα στη μεταφυσική του νατουραλιστικού ορθολογικού τύπου… και αποκαλύπτει τη δυνατότητα της μεταφυσικής που βασίζεται στο υποκείμενο, στη μεταφυσική της ελευθερίας. Υπάρχει μια αιώνια αλήθεια στη διάκριση που σύρει ο Καντ ανάμεσα στην τάξη της φύσεως και στην τάξη της ελευθερίας. Ακριβώς ο Καντ είναι που καθιστά δυνατή την υπαρξιακή μεταφυσική, διότι η τάξη της ελευθερίας είναι πράγματι Ύπαρξη». (Δοκίμιο Εσχατολογικής Μεταφυσικής. Εισαγ., μετ., σχόλ., Χ. Μαλεβίτση, εκδ. Imago, σελ. 52).

Μεταρρυθμιστής των μεταφυσικών αρχών ο Καντ, παραμένει μεταφυσικός, όσο κι αν προσπάθησε να εξαλείψει από τη μεταφυσική έρευνα τις μυστικές αφετηρίες, όσο κι αν αγωνίστηκε να παραμερίσει από το πεδίο της τις αρχέγονες πηγές, καταφεύγοντας στο τέχνασμα των γνωστών «αντινομιών» (Δες Κριτική του Καθαρού Λόγου, εκδ. P.U.F., σελ. 277 κ. εξ.). Ας σημειωθεί πως, όπως κάθε μεγάλος φιλόσοφος, ο Καντ δεν απέφυγε τις αντιφάσεις, τις σκοτεινές επαναλήψεις, τις ασάφειες και τις επαμφοτερίζουσες διευκρινίσεις. Του ήταν αδύνατο να πράξει διαφορετικά, αφού προσπάθησε να προσφέρει στη γενική ιστορία της φιλοσοφίας νέα θεμέλια γνωσιοθεωρίας, θεμέλια τα οποία, όσο κι αν βρίσκονταν σπερματικά σε προηγούμενες ιδεαλιστικές φιλοσοφίες, ανανέωσαν ριζικά τον φιλοσοφικό προβληματισμό.

Φιλόσοφοι ολκής αντιτάχθηκαν στις θέσεις του Καντ, με πρώτο τον μαθητή του Σοπενχάουερ, ο οποίος, αν και υιοθέτησε τις αρχές του δασκάλου, μεταρρύθμισε αρκετές θέσεις του. Ο Έγελος επίσης θα αντικρούσει και στη «Λογική» του και στη «Φαινομενολογία του πνεύματος» κύριες θέσεις του Καντ.

Ο Μπεργκσόν στη διατριβή του «Δοκίμιο για τα άμεσα δοσμένα τηςσυνείδησης» θα αμφισβητήσει το ομογενές του χώρου και του χρόνου, ο Χάιντεγκερ θα προτείνει νέα ανάγνωση του Καντ στο έργο του «Ο Καντ και η μεταφυσική», ενώ οι νεοθωμιστές και οι υπαρξιακοί θα αντιταχθούν στον Καντιανό και καντιανικό προβληματισμό. ΄Ολες όμως οι αντιρρήσεις αυτές (και τόσες άλλες, τις οποίες δεν μπορούμε να αναφέρουμε σε τούτο το σημείωμα) πείθουν ως προς τον κλασικό χαρακτήρα των αρχών της καντιανής Μεταφυσικής. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι δεν λύουν τα κύρια μεταφυσικά προβλήματα, αλλά προσφέρουν δημιουργικά εναύσματα και απαρχές προσωπικής σοφίας που προάγουν τον έρωτα προς τη Σοφία, που ωριμάζουν όλο και περισσότερο την ανθρώπινη αναζήτηση. Ο Καντ ανήκει αναμφισβήτητα σ’ αυτά τα καθαρά ονόματα.

Η μετάφραση του κ. Γιάννη Τζαβάρα, η εισαγωγή του, τα σχόλιά του συνιστούν εργασία πολύ υψηλής στάθμης· τον τιμούν ιδιαίτερα ως μεταφραστή, σχολιαστή και άγρυπνο μελετητή της φιλοσοφίας. Ελάχιστες επιφυλάξεις ως προς την απόδοση ορισμένων όρων (μπορετή αντί δυνατή, καθαρή λογική αντί καθαρός λόγος κ.ά.) είναι δευτερεύουσας σημασίας.»

* Κριτική επισκόπηση των απόψεων του Καντ και αντιπαράθεσή τους με τις αντίστοιχες θέσεις των μεγάλων Ελλήνων και Ευρωπαίων φιλοσόφων μπορεί να δει ο αναγνώστης στο μελέτημά μου «Κατακερματίζεσθαι την ουσίαν», εκδ. Μήνυμα, σελ. 6-55.

  • Στο περιοδικό «Εποπτεία», τεύχος 81 (1983), σελ. 675-678, δημοσιεύτηκε η εξής βιβλιοκρισία του Κωνσταντίνου Β. Μπουζέα:

«Πρόκειται για το συνοπτικό αλλά και βασικό έργο του Kant, που δημοσιεύτηκε στη Riga το 1783 με τον τίτλο: Prolegomena zu einer jeden Metaphysik, die als Wissenschaftwird auftretenkönnen (Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική, η οποία θα μπορούσε να εμφανισθεί ως επιστήμη), που περιέχει την ουσία της καντιανής φιλοσοφίας, και γράφτηκε κατά μέθοδο αναλυτική, από τα επί μέρους προς τις γενικές αρχές, για να διευκολύνει την κατανόηση του κορυφαίου αλλά και δυσμάθητου έργου της καντιανής γνωσιολογίας: Kritik der reinen Vernunft, Α΄ έκδοση 1781, το οποίο έχει γραφεί κατά μέθοδο συνθετική, από τις γενικές αρχές προς τα επί μέρους. Ενώ δηλαδή η «Κριτική του καθαρού Λόγου» αφορμάται από την ίδια τη δύναμη της γνώσης ως πηγής, τα «Προλεγόμενα» αναχωρούν από τα παράγωγα της γνωστικής δύναμης, τα  καθαρά Μαθηματικά και την καθαρή (θεωρητική) Φυσική.

Στην Εισαγωγή του ο μεταφραστής περιορίζεται σε λίγα βιογραφικά στοιχεία για τον Kant, εκθέτει τη δομή των «Προλεγομένων», τα οποία έχουν ως αφετηρία το ερώτημα για τη δυνατότητα της Μεταφυσικής και την αμφιβολία για την επιστημονική της εγκυρότητα. Η αμφισβήτηση αυτή ξεκινάει από τον David Hume (1711-1776), ο οποίος αμφέβαλε για το κύρος του φυσικού νόμου της αιτιότητας ως a priori σχέσης αιτίας και αιτιατού (αποτελέσματος), και τη θεώρησε ως πλάσμα της έξης, να προτάσσεται κάθε αποτελέσματος μια αιτία. Ο Kant την αμφιβολία του Hume για την αιτιότητα την εισάγει στη Μεταφυσική, δηλαδή σε a priori (προεμπειρικές) έννοιες που πηγάζουν από τον καθαρό λόγο. Τα «Προλεγόμενα» είναι compendium (επιτομή) της «Κριτικής του καθαρού Λόγου». Στις πρώτες πέντε παραγράφους των «Προλεγομένων» (§§ 1-3: Προοίμιο, και §§ 4-5) που αντιστοιχούν στην Einleitung (εισαγωγή) της Α΄ έκδοσης της «Κριτικής του καθαρού Λόγου» ερμηνεύεται η διαφορά συνθετικών και αναλυτικών κρίσεων και συνάγεται ότι η μεταφυσική λειτουργεί με προεμπειρικές συνθετικές κρίσεις, όπως πιστεύει ο Kant ότι συμβαίνει και με τα Μαθηματικά και τη Φυσική. Το βασικό ερώτημα που θέτει ο Kant: Πώς είναι δυνατές αυτές οι κρίσεις, εξακτινώνεται σε τέσσερα επί μέρους ερωτήματα: Πώς είναι δυνατή: α) η καθαρή Μαθηματική, β) η καθαρή Φυσική, γ) η Μεταφυσική γενικά (ως έμφυτη έφεση του ειδέναι), δ) η Μεταφυσική ως επιστήμη.

Ο μεταφραστής αναγνωρίζει ότι αυτής της μεταφραστικής του εργασίας έχει προηγηθεί εκείνη του Χ. Γιερού, στην οποία και στηρίχθηκε, αλλά και τη χαρακτηρίζει δυσνόητη «μέσα στην αρχαΐζουσα γλώσσα της». Εδώ αδικείται ο Χ. Γιερός, γιατί η μετάφρασή του, πολύ επιτυχής, εκτός από ελάχιστα ατοπήματα, με μια εμπεριστατωμένη εισαγωγή και ουσιώδη σχόλια, είναι σε ρέουσα, πολύ κατανοητή καθαρεύουσα. Ο μεταφραστής, ενώ καταλογίζει στον Χ. Γιερό μεταφραστικά falsa, ο ίδιος «καινοτομεί» αυθαίρετα, μεταφράζοντας το βασικό όρο της Μεταφυσικής Vernunft με τον ελληνικό όρο λογική. Η Λογική όμως είναι φιλοσοφική επιστήμη, ενώ ο Λόγος (Vernunft) είναι δύναμη γνωσιακή που υπερβαίνει και αυτή τη νόηση (Verstand). O Kant με τον όρο Vernunft νοεί “das ganze obere Erkenntnisvermögen” (την όλη υπερβασιακή δύναμη της γνώσης). Παρόμοια μεταφραστική αυθαιρεσία έχει κάμει ο κ. Γ. Τζαβάρας και στον όρο-κλειδί Dasein (παρουσία, παρείναι) που τον αποδίδει με το κακότροπο: «εδωνά-Είναι», στο έργο του Heidegger: Sein und Zeit.

O Kant στον πρόλογο διευκρινίζει ότι τα «Προλεγόμενα» γράφτηκαν για τους μελλοντικούς δασκάλους, όχι για να χρησιμεύσουν σ’ αυτούς ως μια υπαρκτή επιστήμη, αλλά για να βρουν οι ίδιοι αυτή την επιστήμη. Συνεπώς όσοι ασχολούνται με τη Μεταφυσική πρέπει να αγνοήσουν όλο το ιστορικό της και να θέσουν το ερώτημα, εάν είναι δυνατή η Μεταφυσική. Αν είναι επιστήμη, γιατί δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια, κι αν δεν είναι, πώς εμφανίζεται σαν τέτοια. Ο Kantκατηγορηματικά αποφαίνεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει επιστήμη της Μεταφυσικής, εάν δεν εκπληρωθούν οι απαιτήσεις που θεμελιώνουν μια επιστήμη, και επειδή αυτό δεν έγινε μέχρι τώρα, δεν υποστατώνεται επιστημονικά Μεταφυσική. Επειδή όμως υφίσταται μεταφυσική διάθεση στον άνθρωπο, χρειάζεται μια ολοκληρωτική αναμόρφωση της μέχρι τώρα Μεταφυσικής, που θα είναι η αναγέννησή της. Αφετηρία μιας τέτοιας αναγεννητικής πορείας της Μεταφυσικής, είναι ο Άγγλος σκεπτικιστής DavidHume: PhilosophicalEssaysconcerningHumanUnderstanding(1748), ο οποίος θεωρείται ως ο πρώτος αμφισβητίας του κύρους της Μεταφυσικής, γιατί αποσυνδέει την αιτία από το αποτέλεσμα, ενώ η Μεταφυσική εισάγει aprioriτη σύνδεση αιτίας και αποτελέσματος. Ο Humeβέβαια δεν αμφισβήτησε τη χρησιμότητα της έννοιας της αιτίας, αλλά το αν η έννοια της αιτίας νοείται apriori(προεμπειρικά), και εάν έχει εσωτερική αλήθεια ανεξάρτητα από κάθε εμπειρία. O Kant εξομολογείται ότι αυτός ο σκεπτικισμός του Hume του διέκοψε τον δογματικό λήθαργο, ώστε στο πεδίο της θεωρητικής φιλοσοφίας ν’ αλλάξει κατεύθυνση. O Kant βέβαια προχώρησε πολύ πέρα του Hume, πιστεύοντας ότι η αντίρρηση εκείνου μπορεί να γενικευθεί, και διαπίστωσε ότι η έννοια της σύνδεσης αιτίας και αποτελέσματος δεν είναι η μόνη, με την οποία γίνονται aprioriσυνδέσεις πραγμάτων, αλλά ότι η Μεταφυσική ολόκληρη αποτελείται από τέτοιες έννοιες, οι οποίες δεν παράγονται από την εμπειρία, όπως σκεπτόταν ο Hume, αλλά πηγάζουν από τον καθαρό Νου. Έτσι πέτυχε ο Kantνα οριοθετήσει την έκταση και το περιεχόμενο του Καθαρού Λόγου. Συνεπώς ο Kant, που κατηγορήθηκε ως ο καταστροφέας της Μεταφυσικής, ουσιαστικά θεμελιώνει ένα νέο σύστημα της Μεταφυσικής, βάσει βέβαιου σχεδίου.

Στο Προοίμιο (§ 1: Πηγές της Μεταφυσικής) υποστηρίζει ότι οι πηγές της Μεταφυσικής, είτε ως αξιώματα είτε ως θεμελιώδεις έννοιες ληφθούν, δεν ανήκουν στην εμπειρία, γιατί η μεταφυσική γνώση δεν είναι φυσική, και πρέπει να βρίσκεται πέρα της εμπειρίας. Βάση λοιπόν της Μεταφυσικής δεν είναι ούτε η εξωτερική εμπειρία που είναι πηγή της Φυσικής, ούτε η εσωτερική εμπειρία που είναι το θεμέλιο της εμπειρικής Ψυχολογίας, αλλά η Μεταφυσική είναι γνώση apriori, ανεξάρτητη από την εμπειρία, και πηγάζει από τον καθαρό Νου και τον καθαρό Λόγο. Επειδή όμως και τα καθαρά Μαθηματικά έχουν την ίδια πηγή, προς διάκριση, η Μεταφυσική θα πρέπει να ονομάζεται Καθαρή φιλοσοφική γνώση. Στην παράγραφο 2 του Προοιμίου εξετάζεται η διαφορά μεταξύ συνθετικών και αναλυτικών κρίσεων. Στις αναλυτικές το κατηγορούμενο (Κ) ταυτίζεται νοηματικά με το υποκείμενο (Υ), στις συνθετικές το Κ είναι νοηματικά διάφορο του Υ, γι’ αυτό οι αναλυτικές κρίσεις στηρίζονται στην αρχή της αντίφασης και είναι γνώσεις apriori, ενώ οι συνθετικές κρίσεις είναι aposteriori, δηλαδή εμπειρικές. Υπάρχουν όμως και συνθετικές κρίσεις apriori, που πηγάζουν από τον καθαρό Νου και τον Καθαρό Λόγο. Τέτοιες είναι η μαθηματικές κρίσεις. Η Μεταφυσική ασχολείται κυρίως με συνθετικές προτάσεις (κρίσεις) apriori.

Στο θεμελιώδες ερώτημα της Μεταφυσικής, που είναι και το γενικό ερώτημα των «Προλεγομένων»: Πώς είναι δυνατές συνθετικές κρίσεις apriori<em>; δηλαδή γνώση έγκυρη προερχόμενη από καθαρό Νου, στην § 5 δηλώνει ο Kantότι από τη λύση του προβλήματος αυτού εξαρτάται η διατήρηση ή η πτώση της Μεταφυσικής. Αυτή η γνώση είναι δυνατή μόνο σε δύο επιστήμες της θεωρητικής γνώσης, στα Καθαρά Μαθηματικά και στην Καθαρή Φυσική (θεωρητική), γιατί μόνο αυτές μπορούν να μας παρουσιάζουν τα αντικείμενα μέσα στην εποπτεία, και συνεπώς, όταν εμφανίζεται σ’ αυτές μια γνώση apriori, μας δείχνουν την αλήθεια της, δηλαδή τη συμφωνία της με το αντικείμενο inconcreto (συγκεκριμένα), άρα την πραγματικότητά της, από την οποία κατόπιν μπορεί κανείς να προχωρήσει με αναλυτική μέθοδο προς το θεμέλιο της δυνατότητάς της. Για ν’ ανέβουμε από αυτές τις πραγματικές και συνάμα καθαρές γνώσεις aprioriσε μια γνώση δυνατή, δηλαδή σε μια Μεταφυσική που να είναι επιστήμη, πρέπει να συμπεριλάβουμε στο βασικό ερώτημα και εκείνο που παρέχει αφορμή γι’ αυτή την επιστήμη και αποτελεί τη βάση της ως γνώση apriori, δηλαδή για μια Μεταφυσική χωρίς κριτική έρευνα, αλλά ως φυσική προδιάθεση. Έτσι το κύριο ερώτημα εξακτινώνεται, όπως προειπώθηκε, σε τέσσερα επί μέρους ερωτήματα:

Στο Α΄ ερώτημα: Πώς είναι δυνατά τα καθαρά Μαθηματικά;, στις παραγράφους 6-13 διαβεβαιώνει ο Kantότι κάθε μαθηματική γνώση έχει την ιδιοτυπία να παρουσιάζει την έννοιά της μέσα στην εποπτεία και μάλιστα apriori, δηλαδή ανεξάρτητα από την εμπειρία, συνεπώς οι κρίσεις των Μαθηματικών είναι εποπτικές (intuitiv), ενώ η φιλοσοφία ικανοποιείται με εννοιολογικές κρίσεις (diskursiv), δηλαδή κρίσεις που προκύπτουν από έννοιες. Κατά τον Kantυπάρχουν δύο καθαρές εποπτείες, ο χώρος και ο χρόνος· στον χώρο βασίζεται η Γεωμετρία, στον χρόνο η Αριθμητική. Χώρος και χρόνος δεν είναι εμπειρικές παραστάσεις, ούτε έννοιες, αλλά εποπτείες κενές από περιεχόμενο, μήτρες της αντιληπτικής μας ικανότητας. Με αυτές, ως καλούπια, συλλαμβάνουμε φαινόμενα, μας διαφεύγουν όμως τα νοούμενα, που είναι τα πράγματα καθ’ εαυτά, εξωεμπειρικά. Τα Καθαρά Μαθηματικά ως συνθετική γνώση aprioriείναι δυνατά, μόνο εφ’ όσον αναφέρονται σε αντικείμενα των αισθήσεων. Στην εμπειρική εποπτεία αυτών των αντικειμένων υπάρχει aprioriως θεμέλιο μια καθαρή εποπτεία, του χώρου και του χρόνου. Ένα τέτοιο θεμέλιο είναι δεδομένο, γιατί αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά η μορφή της αισθητηριακής ικανότητάς μας, κενή μορφή που προηγείται της πραγματικής εμφάνισης των αντικειμένων. Αλλά αυτή η ικανότητα να εποπτεύουμε aprioriδεν αφορά στην ύλη του φαινομένου, που είναι το εμπειρικό στοιχείο, αλλά στη μορφή του, τον χώρο και τον χρόνο. Έτσι, χώρος και χρόνος είναι όροι όχι των πραγμάτων καθ’ αυτά, αλλά της σχέσης αυτών με την αντιληπτική μας ικανότητα. Χώρος και χρόνος δεν είναι πραγματικές ιδιότητες σύμφυτες με τα πράγματα καθ’ εαυτά. Διευκρινίζει ο κ. Γ. Τζ. (σ. 74): «Εφόσον ο χώρος και ο χρόνος υπάρχουν aprioriμέσα στο υποκείμενο, η ύπαρξή τους είναι ιδεατή(ideal). Αλλά η τέτοια τους ύπαρξη έχει νόημα, μόνον επειδή χρησιμεύει στο να εντάσσουμε μέσα τους τα υλικά που δεχόμαστε μέσω των αισθήσεων, κι έτσι αποκτούμε γνώση των πραγμάτων· ο χώρος και ο χρόνος υπερβαίνουν λοιπόν τα πράγματα και αποτελούν την απαραίτητη υπερβασιακή (transcendental) συνθήκη για να τα γνωρίσουμε. Ο Kantεπιμένει ότι αυτά τα καλούπια είναι ιδεατά, μόνο όσον αφορά την υπερβασιακή τους χρησιμότητα», χωρίς ν’ αρνείται ότι είναι και εμπειρικά, δεν είναι όμως πραγματικά. Εμείς θα προσθέταμε, ότι τον χώρο και τον χρόνο, όπως τους νοεί ο Kant, μπορούμε να παρομοιάσουμε με τους δύο φακούς μιας διόπτρας, με την οποία ατενίζουμε τα πράγματα, τα οποία παίρνουν το χρώμα των φακών αυτών, ώστε εάν οι φακοί είναι κυανοί, κυανά θα μας φαίνονται και τα πράγματα. Έτσι, τα πράγματα εμφανίζονται στους αντιληπτικούς μας φακούς ως χωροχρονικά, τα πράγματα όμως ως φαινόμενα, όχι ως καθ’ εαυτά.

Στο Β΄ ερώτημα: Πώς είναι δυνατή η Καθαρή Φυσική;, στις παραγράφους 14-39 ορίζεται η φύση ως ύπαρξη πραγμάτων, στο μέτρο που αυτή διέπεται από γενικούς νόμους. Είμαστε κάτοχοι μιας Καθαρής Φυσικής, η οποία εισηγείται aprioriνόμους στους οποίους υπόκειται η Φύση. Σ’ αυτή την καθαρή (θεωρητική) Φυσική εφαρμόζονται τα Μαθηματικά που διέπονται από aprioriαξιώματα και φιλοσοφικές έννοιες. Τα αξιώματα όμως, στα οποία υπόκειται κάθε δυνατή εμπειρία, είναι συνάμα γενικοί νόμοι της φύσεως, που μπορούν να γνωσθούνapriori. Συνεπώς είναι δυνατή η Καθαρή Φυσική, γιατί τα αξιώματα μέσω των οποίων τα φυσικά φαινόμενα υπάγονται σε έννοιες και κατηγορίες, ως γενικότατα γένη, αποτελούν φυσικολογικό σύστημα, το οποίο προηγείται κάθε εμπειρικής γνώσης.

Στο Γ΄ ερώτημα: Πώς είναι δυνατή η Μαθηματική γενικά;, στις παραγράφους 40-60 ο Kantισχυρίζεται ότι τόσο τα Καθαρά Μαθηματικά όσο και η Καθαρή Φυσική δεν χρειάζονται απόδειξη για τη δυνατότητά τους, γιατί τα Καθαρά Μαθηματικά στηρίζονται στην προφάνειάτους (Evidenz), η δε Καθαρή Φυσική, καίτοι πηγάζει από καθαρές πηγές του Νου, επικυρώνεται εμπειρικά. Αλλά και οι δυο μπορούν να στηρίξουν μια Μεταφυσική, γιατί αυτή, η Μεταφυσική, ασχολείται και με καθαρά λογικές έννοιες, τις ιδέες, όπως Θεός, ψυχή, ελευθερία, που δεν παρέχονται από την εμπειρία, και με φυσικές έννοιες που εφαρμόζονται στην εμπειρία. Άλλωστε η Λογική επιτελεί το έργο της με βεβαιότητα τόσο στα Μαθηματικά όσο και στη Φυσική. Στην ενότητα αυτή, του Γ΄ ερωτήματος, θίγονται οι γνωστές αντινομίες του Kant, αφού θεωρείται δεδομένο ότι μια Μεταφυσική με επιστημονικές αξιώσεις, δεν πρέπει να αντιφάσκει. Οι αντινομίες αυτές αναφέρονται στα μεταφυσικά προβλήματα, εάν ο Κόσμος υφίσταται αιώνια ή έχει χρονική αφετηρία (initium), εάν ο χώρος είναι άπειρος ή πεπερασμένος κ.ά. Στις παραγράφους 57-60 καθορίζονται τα όρια του καθαρού Λόγου και διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι εμπειρική είναι η γνώση των αντικειμένων, αδιάγνωστο παραμένει το πράγμα καθ’ εαυτό (Dingansich), η λογική όμως προχωρεί πέραν της εμπειρίας, στην περιοχή των ιδεών, ότι τα Μαθηματικά και η Φυσικά δεν έχουν όρια, ενώ η Μεταφυσική θέτει όρια στον εαυτό της μέσω των ιδεών: περί Θεού, αθανασίας, ψυχής, ελευθερίας στη βούληση. Τα Φυσικομαθηματικά ενώ δεν έχουν όρια (Grenzen) έχουν φραγμούς (Schranken), ενώ η Μεταφυσική γενικά ως προδιάθεση είναι χωρίς φραγμούς. Ο Kantδιακρίνει τους φραγμούς από τα όρια. Οι φραγμοί εμποδίζουν την πληρότητα, την ολοκλήρωση, τα όρια άγουν στην πληρότητα μέσω της προσθήκης νέων στοιχείων. Στα Μαθηματικά και στη Φυσική ο ανθρώπινος Λόγος γνωρίζει φραγμούς, όχι όρια, αναγνωρίζει δηλαδή ότι υπάρχει κάτι έξω από αυτόν, στο οποίο δεν μπορεί να φθάσει, η Μεταφυσική όμως, με τον καθαρό Λόγο άγει σε όρια. Η εν γένει Μεταφυσική είναι μια φυσική προδιάθεση του καθαρού Λόγου να σχηματίζει ιδέες, ώστε ν’ αποδεσμευτεί η νόηση από τα δεσμά της εμπειρίας: η ιδέα της ψυχής μάς απομακρύνει από τον υλισμό, η ιδέα του κόσμου μάς απομακρύνει από τον νατουραλισμό, η ιδέα του Θεού μάς απομακρύνει από τον φαταλισμό.

Στο Δ΄ ερώτημα: Πώς είναι δυνατή η Μεταφυσική ως επιστήμη;, ο Kantθεωρεί ως λύση μια επίμονη κριτική του καθαρού Λόγου, ώστε να εκτεθούν σε σύστημα οι aprioriέννοιες, η δυνατότητα της aprioriγνώσης, και τα όριά της. Σε ένα Επίμετρο εξετάζει τι μπορεί να γίνει, ώστε να καταστεί πραγματική η Μεταφυσική ως επιστήμη. Αναγνωρίζεται ότι έως την εποχή του η Μεταφυσική έχει αποτύχει, θεωρεί δέον ν’ αφήσει σε άλλους τη φροντίδα να εύρουν τα κατάλληλα μέσα για να συνενωθούν οι προσπάθειες των σοφών προς ένα τέτοιο σκοπό. Στάση ορθότερη δεν βλέπει άλλη από την Κριτική Φιλοσοφία. Ουσιαστικά, στο προκείμενο, δεν πρόκειται για λύση, αλλά για την αναζήτηση μέσων και μεθόδου. Έκτοτε βέβαια, η Μεταφυσική προχώρησε πέρα από το σημείο που την άφησε ο Kant, ιδιαίτερα με τη Διαλεκτική του Hejel, την υπαρξιακή Οντολογία του Heideggerκαι τις Λογικές Έρευνες του Husserl. Οι Hegel, Heidegger, Husserlέρχονται να συμπληρώσουν τον Kant, του οποίου ο στόχος δεν φθάνει στην ταυτότητα Λόγου και Είναι, γιατί αντιθέτει στην πεπερασμένη εμπειρία αυτό που την υπερβαίνει. Ο Hegelιδιαίτερα με το Γίγνεσθαι, που το αποσιωπά ο Kant, δημιουργεί λαβή στο απόλυτο. Φρονούμε ότι, αφού το απόλυτο του Hegelδεν είναι το υπερβασιακά απεριόριστο, αλλά το Γίγνεσθαι σε σχέση με το πεπερασμένο, τότε το οριακό του Kantαντανακλά στο απόλυτο του Hegelκαι τανάπαλιν. Γι’ αυτό το βάθος του καντιανού πεπερασμένου μπορεί να φθάσει σ’ αυτό που ο Hegel, σε αντιδιαστολή προς το απατηλό άπειρο, ονομάζει αληθινό άπειρο, αυτό δηλαδή που εγκλείει σ’ εαυτό την αντίθεση, η οποία δεν απομονώνει το Απόλυτο από την ιδιαίτερη αποκάλυψή του και το εμπειρικό από το αρχικό του θεμέλιο. Με μια τέτοια ερμηνεία οι Kantκαι Hegelσυναντώνται.

Η εργασία του κ. Γ. Τζαβάρα, μεταφραστική και ερμηνευτική, είναι ανεπιφύλακτα άξια επαίνου. Η μετάφραση διέπεται από σεβασμό του πρωτοτύπου, γερμανικού κειμένου, τη χαρακτηρίζει ακρίβεια και σαφήνεια, καίτοι έχει να κάμει μ’ ένα εννοιολογικά βαρύ έργο. Τα πλούσια σχόλια μαρτυρούν ευρεία χρήση πηγών και βοηθημάτων, που θα μπορούσαν να συνθέσουν μια ενημερωτική βιβλιογραφία, η οποία δυστυχώς λείπει, όπως λείπει και μια περιεκτική της φιλοσοφίας του Kant Εισαγωγή, με μια αντίστοιχη κριτική της «Κριτικής του καθαρού Λόγου», επιτομή της οποίας είναι τα «Προλεγόμενα».


Add: 2014-01-01 00:00:00 - Upd: 2024-01-25 11:54:24