Πορτρέτα Χανιωτών συλλεκτών
Το γούστο ως προσωπικό πάθος και ιστορικοκοινωνικός δείκτης
Portraits of Chania Collectors
Taste as Passion and Socio-historical Index
Καλλιτέχνης: Συλλογικό έργο
Φωτογράφος: Κοζωνάκης, Βασίλης
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-88093-3-8
Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων, Χανιά Κρήτης, 2/2006
1η έκδ., Αγγλικά, Ελληνική, Νέα
€ 15.21 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
22 x 22 εκ, 298 γρ, 82 σελ.
Ελληνική, Νέα (γλώσσα πρωτοτύπου)
Περιγραφή

Η ιδέα για την επιμέλεια μιας έκθεσης αφιερωμένης στους συλλέκτες έχει μια μακρά προσωπική ιστορία η οποία κατάγεται από τις σπουδές μου στο Παρίσι την περίοδο 1995-1997 και από το ενδιαφέρον με το οποίο παρακολούθησα την τεράστια έκθεση "Passions Privees" στο Μουσείο της Μοντέρνας Τέχνης της Πόλης του Παρισιού. Τότε, ως ανταποκριτής του βραχύβιου περιοδικού "Art Magazine" είχα συντάξει ένα άρθρο για την εν λόγω έκθεση το οποίο δημοσιεύτηκε στα ελληνικά και στα αγγλικά με τίτλο "Ιδιωτικά πάθη, δημόσιες αρετές". Στην Ελλάδα όπου ανέκαθεν είχαμε μεγάλους συλλέκτες παγκόσμιας ολκής, υπήρχε τότε μια αίσθηση η οποία ενδεχομένως σε κάποιο βαθμό να υπάρχει και τώρα, ότι οι δημόσιοι θεσμοί της τέχνης παρακολουθούσαν μάλλον απαθώς τη δραστηριότητά τους. Κι έτσι προέκυψε η ιδέα να γίνει μια έκθεση αφιερωμένη στους συλλέκτες και μάλιστα μικρής κλίμακας, στα πλαίσια μιας επαρχιακής πόλης, όπου ο κόσμος της τέχνης είναι περιορισμένος αλλά όχι λιγότερο δραστήριος, μια ιδέα που κατά μία έννοια ήταν αντίθετη αυτής της Γαλλικής έκθεσης. Το αφιέρωμα στους "μικρούς" συλλέκτες τους οποίους θα παρουσιάζαμε με την ίδια χαρά και περηφάνεια που παρουσιάζουμε τους μεγάλους, προτάθηκε πριν από κάποια χρόνια, αλλά μόνο πριν από ένα περίπου έτος, εισήχθη στον προγραμματισμό της Δημοτικής Πινακοθήκης. Η έρευνα του υλικού υπήρξε μακρά και επίπονη και δικαίωσε, μάλλον υπερβολικά τις προσδοκίες μου, μια και ξαφνικά βρέθηκα με έργα για πολλές εκθέσεις και όχι μόνο για μία. Οι Χανιώτισες και οι Χανιώτες τακτικά αγοράζουν έργα τέχνης, άλλοι με περισσότερο και άλλοι με λιγότερο ιδεαλισμό, στηρίζοντας ντόπιους αλλά και ξένους καλλιτέχνες. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η μικρή μας πόλη αριθμεί πέντε ιδιωτικές αίθουσες τέχνης. Η κοινωνία με τα έργα τέχνης στο σπίτι του κάθε συλλέκτη είναι έντονη και διανθίζεται από ιστορίες οι οποίες εμπλέκουν την οικογένεια, τους συγγενείς και τους φίλους: έτσι τα έργα γίνονται μνημεία εποχών, καταστάσεων, προσδοκιών, αξιών ακόμα και προσωπικών οραμάτων. Στο σύνολό τους τα έργα τέχνης που συγκεντρώσαμε πιστεύουμε ωστόσο ότι απηχούν εξίσου τις τάσεις μιας ολόκληρης πόλης, τις προτιμήσεις της και την ιστορία της. Το μέλημα σε αυτήν την έκθεση ήταν αφενός να αναδειχθούν οι προσωπικές επιλογές των συλλεκτών και αφετέρου τα κοινά σημεία που οι επιλογές αυτές συνεπάγονται, προτείνοντας δηλαδή ουσιαστικά μια ιστορία της τέχνης από τη σκοπιά ενός τόπου.

Η επιτυχής διοργάνωση μιας έκθεσης είναι πάντα αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας. Κι έτσι χαίρομαι ιδιαίτερα τώρα που σκοπεύω να ευχαριστήσω όλους όσους πρόθυμα συνέβαλαν στην προσπάθεια αυτή, διότι έδειξαν ότι, αντίθετα με τις κατά καιρούς προσδοκίες μας, υπάρχει στην Ελλάδα συλλογικό ήθος. Στο πρόσωπο του αντιδημάρχου και πρόεδρου του Δ.Σ. της Δημοτικής Πινακοθήκης κ. Γρηγόρη Αρχοντάκη βρήκα ένα ενεργό συμπαραστάτη και γι αυτό ευχαριστώ τόσο εκείνο όσο και όλο το Δ.Σ. Θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον πρόεδρο της καλλιτεχνικής επιτροπής της Δημοτικής Πινακοθήκης και πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης, καθ. κ. Ιωακείμ Γρυσπολάκη που επανέφερε στο προσκήνιο μια παλιότερη πρότασή μου για την έκθεση αυτή, τιμώντας με, με την εμπιστοσύνη του. Είχα επίσης μια καλή και καθημερινή συνεργασία με όλο το προσωπικό της Πινακοθήκης και ιδιαίτερα με τη διοικητική προϊσταμένη, κ. Αθηνά Γιαννουλάκη και με τον επιμελητή κ. Θοδωρή Καλούμενο τους οποίους ευχαριστώ για την αμέριστη βοήθεια και συμπαράστασή τους. [...] Οι συλλέκτες της πόλης μου εμπιστεύτηκαν χωρίς πρόβλημα αγαπημένα τους έργα και δέχθηκαν να μας δουν όσες φορές χρειαζόταν μέχρι να "κλείσει" ο τελικός κατάλογος. Η έκθεση είναι αφιερωμένη σε αυτούς και τους ευχαριστώ όλους εξίσου, για το χρόνο και τη γενναιοδωρία τους, διαβεβαιώνοντάς τους ότι, αν το επέτρεπε ο χώρος, η έκθεση αυτή θα ήταν κανονικά η διπλάσια σε αριθμό έργων. [...]

(από τον πρόλογο του Κωνσταντίνου Β. Πρώιμου)