ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ:
Στον ανατολικό σου βράχο τον ολόρθο, που θωράει
τα αφρισμένα κύματα και τα καράβια τα γερμένα απ` τον αγέρα,
θα υψώσω περήφανο ένα φάρο το πέλαο να κοιτάει,
τη βάρκα σου προσμένοντας, χρόνια αποσυρμένη απ` την ξέρα.
Κι έτσι θα περνούν της χειμωνιάς τα βράδια,
με το φλογί του φάρου αχνό, τρεμουλιαστό να φαίνει
τη μορφή σου· ο σιρόκος να στενάζει στα σκοτάδια
κι η σκέψη το θρύλο του τρυφερού σου νόστου να υφαίνει.