Πατέ στρουθοκαμήλου
41 χαϊκού με τίτλο
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-7528-84-1
Μανδραγόρας, Αθήνα, 12/2008
1η έκδ., Ελληνική, Νέα
€ 7.20 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
17 x 12 εκ, 98 γρ, 62 σελ.
Περιγραφή

Τυχαία Συνάντηση

Τακτοποιώντας της ζωής μου τα συρτάρια

σε συνάντησα

Σε κάτι στίχους μου παλιούς είχες τρυπώσει.

Φορούσες το γαλάζιο σου παλτό

κι όπως με κοίταζες κρυφά στον Επιτάφιο

στο άδειο μου πακέτο σε ζωγράφισα

να ’χω δυο χείλη να φιλήσω στην Ανάσταση.

Σε ρώτησα: Πού πήγαν οι γιορτές;

Οι περατζάδες στη βροχή χωρίς ομπρέλα;

Οι παντομίμες στον Ηλεκτρικό;

Εκείνα τα φιλιά στη διαδήλωση

απέναντι στις άναυδες ασπίδες;

Σε ρώτησα: Ποιος έκλεισε το ράδιο;

Ποιος έκλεψε τα χρώματα της νύχτας;

Ποιος άνοιξε την πόρτα στο βοριά;

Ποιος άφησε τα χιόνια να περάσουν;

Μα το χειρότερο είναι πως μου απάντησες.

Απ’ την κουζίνα.

(Από την ποιητική συλλογή «Παράσταση Ήττας»)

 

 Χάρης Μελιτάς Η ΕΚΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΕΝΕΣΤΩΤΟΣ

 

Πωλείται χρόνος

πλήρους απαξίωσης

Κάτω του κόστους

*****

Συμπολίτης Χ.

Οδός Αργού Θανάτου.

Πρώην Ελπίδος.

*****

LIVINGTHEATER

 

Άλλαξε ρόλο

η Ελπίδα στη σκηνή.

Πεθαίνει πρώτη.

 

ΠΛΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

 

Οι καλές πράξεις

πρέπει να τιμωρούνται.

Πλάθουν δραπέτες.

 

 

Πολλά από τα ποιήματα του Χάρη Μελιτά, όπως για παράδειγμα «Ο μπροστάρης», από τη συλλογή «Εραστής ειδώλων» του 2009, που αναφέρεται στην περίφημη πλέον πλατεία Συντάγματος, είναι σα να γράφτηκαν για τη δεινή συγκυρία και για τη χρεοκοπία του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος που επιδιώκει να συμπαρασύρει στην αναγκαία και αναπόφευκτη ελπίζω καταστροφή του, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί τουλάχιστον η καθαρή και στέρεα φωνή τού Μελιτά, όπως και πολλών δημιουργών που επιμένουν να ορίζουν την τέχνη τους ποιητικά μέσα στη ζωντανή πραγματικότητα κι όχι σε μουχλιασμένους φιλολογίζοντες τοίχους, αποδεικνύει πως όντως η ποίηση μπορεί να ανατρέπει καθεστώτα.

Μια αναλυτική περιγραφή ιστοριών κοινωνικής κριτικής και κρίσης, εικόνες, ολοκληρωμένες φράσεις, προτάσεις με την κλασσική δομή ενός κειμένου, εκεί όπου το συμπέρασμα/απόφθεγμα έρχεται να ταράξει την μακαριότητά μας, ο Χάρης δεν χαρίζεται, αυτοσαρκαστικός και είρων, ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Διαβάζουμε από το μικρό εισαγωγικό του μονόλογο (σελ. 8-9) στο πρώτο της τριλογίας των χαϊκού βιβλίο του «πατέ στρουθοκαμήλου» του 2008: …Και μη τολμήσει να ισχυριστεί κανείς ότι τα χαϊκού περνούν χειροπέδες στην πένα «μάθε πρώτα τους κανόνες και μετά ξέχνα τους», έλεγε ο πρωτομάστορας Μπασό. Δυστυχώς όμως όταν διάβασα μερικά από τα αριστουργήματα των Μπασό, Μπόρχες, Παζ, ο ολόθερμος ζήλος παραχώρησε τη θέση του στον κρύο ιδρώτα. «Μπρος Μπασό και πίσω ρέμα», αναφώνησα. «Άδικα χάνω τον καιρό μου», είπα κατηφής στον επιπόλαιο καθρέφτη μου. «Με την πρώτη καταιγίδα θα τα ρίξω στον Κηφισό να ταξιδέψουν ανώνυμα ως το Φάληρο. «Ανώνυμα είπες;» ούρλιαξε εμβρόντητος ο καθρέφτης. «Μόλις ανακάλυψες τον χρωστήρα που θα βάλει μια προσωπική πινελιά στα χαϊκού σου, αρκεί να τους προσθέσεις έναν τίτλο σε ρόλο πλοηγού ή οικοδεσπότη».

Ασφαλώς δεν είναι ο πρώτος, άλλωστε στο πατέ στρουθοκαμήλου προτάσσεται το ποίημα του Σεφέρη «Στον κήπο του Μουσείου». Σίγουρα όμως είναι ο μοναδικός που τόσο συστηματικά και οργανικά συνθέτει τα «χαϊκού [του] με τίτλο» σε τέτοιο βαθμό ώστε οι τίτλοι να αποτελούν την προέκταση/επέκταση των ποιημάτων του. Να σημειώσω πάντως ότι από την πληθώρα εκδιδόμενων συλλογών χαϊκού θεωρώ αυτά του Μελιτά ως τα πλέον επιτυχή. Δεν συμμερίζομαι επίσης την άποψη της πιστής εμμονής, ως προς τη θεματική των ποιημάτων, στα ιαπωνικά πρότυπα. Άλλωστε η περιεκτική/σύντομη/σαφής γραφή διέπρεψε στην ελληνική αρχαιότητα. Και πάντως η εξέλιξη της ποιητικής τέχνης επιβάλλει καινοτόμες, πλην σοβαρές κι επομένως καλοδεχούμενες, λύσεις/προτάσεις.

Περιεκτικό και γι’ αυτό θα σταθώ σε ένα μικρό απόσπασμα της Ζωής Σαμαράς με αφορμή μια ανέκδοτη ποιητική ενότητα του Μελιτά: «Το στοίχημα είναι να προλάβει ο ποιητής να εκφράσει τη σκέψη του –ή την οδύνη του– έχοντας στη διάθεσή του ελάχιστες λέξεις. Χάρη στην πυκνότητά τους οι στίχοι μετατρέπονται σε αποφθεγματικό λόγο, όπως τα επιγράμματα των Αρχαίων. Ο ιαμβικός ρυθμός κάποιες φορές κρυμμένος κάτω από τον μοντέρνο στίχο, φέρνει τις 17 συλλαβές του χαϊκού κοντά στον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού μας τραγουδιού». …Αποδεικνύοντας, να συμπληρώσω εγώ, τη δυναμική/διαλεκτική λειτουργία της τέχνης.

Με εμφανές το μέτρο, τη μουσικότητα και το ρυθμό ο Μελιτάς υποστηρίζει μια γραφή και ένα προσωπικό/εξομολογητικό ύφος (Η γυναίκα του αγαπούσε τα ζώα/ ο γιος του λάτρευε τους ανθρώπους/ όσο για κείνον, ισορροπούσε/ δίνοντας αξία στα πράγματα) που παραμένει νευρικό, καυστικό αλλά και ήρεμο επιλέγοντας το χιούμορ, την πικρία ως αφετηρία μιας δικής του παράτασης/παράστασης: Δεμένος στους καλπάζοντες καιρούς/ ορούς/ εικονικών αληθειών θα αφαιρέσω/ Σε κούρσα πουλημένη, νικητής/ κιοτής/ δεν τερματίζω, απ’ το άλογο θα πέσω. Και σε άλλο ποίημα:

Με προσεγμένες/φυλαγμένες καλά –σε θυρίδα– τις απλές διόλου εξεζητημένες λέξεις του, τοποθετημένες καίρια προκειμένου να προσδώσουν την επιθυμητή ένταση, το νευρώδες του ύφους (ένα ποτάμι/ χίμηξε στη σκέψη μου/ Παραμέρισα), την οικονομία του λόγου (να τι δεν έχει/ η νήσος Ουτοπία/ ένα λιμάνι),επανέρχεται σε κάθε βιβλίο του εύστοχα κοινωνικός: Πωλείται χρόνος/ πλήρους απαξίωσης./ Κάτω του κόστους, καυστικά κριτικός: «Ζητούνται υπάλληλοι» Ρακοσυλλέκτες/ πλήρους απασχόλησης./ Σίγουρο μέλλον, υπαρξιακά αυτοσαρκαστικός: «Εκτός χρόνου» Αύριο φεύγω/ και δεν πρόλαβα ούτε/ να μεγαλώσω, ευαίσθητος πολίτης του κόσμου: «Διεθνείς κλήσεις»: Εδώ Αβραάμ/ Μ’ ακούς Αγαμέμνονα;/ Τα παιδιά καλά; Και στο ποίημα «Επιστράτευση»: Είπαν: στα όπλα/ Πατήρ πάντων πόλεμος./ Είπα: Ορφανός.

Σε κολασμένους καιρούς ο θάνατος χορεύει στην Ομόνοια, οι ενοχές βαριανασαίνουνε, το κόκκινο ξεμένει στην αποβάθρα, τα όσια χλευάζονται μαζί με τα παιδιά, ο ουρανός ασφυκτιά πνιγμένος στα δακρυγόνα, τα θύματα αθροίζουν στην αρένα ρόπαλα, κράνη, και ενδιαμέσως Άγνωστους Στρατιώτες…

Ποιος είπε τελικά ότι σωπαίνουν οι ποιητές; Στην τελευταία έκτη συλλογή «Παράσταση ήττας», τα ποιήματα του Χάρη Μελιτά, κινούμενα μεταξύ Σιωπής/ Ποίησης/ Αποσιωποίησης, αγκιστρωμένα σε δανεικά παραμύθια, μιλούν για δράκους, κράνη, ρόπαλα, μάσκες, θούρια, κόκαλα, φλόγες, βόμβες, άρματα, Υπολογισμούς, Υπονομεύσεις, Υποτίμηση και Υποτέλεια, αποδεικνύοντας ότι η τέχνη ξέρει ν’ αφουγκράζεται, να στοιχίζεται με την κοινωνία, να συμπάσχει και να οργίζεται μαζί με τα πλήθη.

Με σεβασμό στα απλά και ταυτοχρόνως μεγάλα «ρίχνει την «Τελευταία Ζαριά» του, ψιθυρίζοντας τον πόνο του νικημένου απέναντι  στο κυνικό θράσος του νικητή: Ψάχνω ένα ποίημα σκοτεινό, χωρίς φεγγάρι/ αλλεργικό στου ήλιου το χρυσάφι […] // Ψάχνω ένα ποίημα σαν μεθύσι του Ρεμπώ/ σαν πληγωμένο φάντασμα του Έντγκαρ Άλαν Πόε/ σαν αναλλοίωτο χωρίο της Οδύσσειας/ σαν αχαλίνωτο θηρίο του Σαχτούρη.// Στα καταγώγια να με σύρει του Λωτρέκ/ να μου γνωρίσει των καιρών τους κολασμένους/ να ρίξω μια ζαριά φαρμακερή/ να φέρω ό,τι φοβάμαι –κι ας με χάσω.

Με ήρωες «κουκουλοφόρους», «τοκογλύφους», «μαριονέτες», «φαντάσματα», «πνεύματα θλίψεως», «πρόσωπα δίχως πρόσωπο» που «πεθαίνουν ανάξια», «σαλπάρουν στη νύχτα», «αγκαλιάζουν», «κηδεύουν», «εκλιπαρούν», «γονατίζουν», ο Μελιτάς δένει την πληγή του κόσμου με το μαντήλι της σύγχρονης τέχνης πασχίζοντας για το αληθινό πρόσωπο της ζωής. 

Δεν διαλέγεται απλώς με τις ανησυχίες του ατομικού του μέλλοντος, ή τις αναμνήσεις του επίσης προσωπικού παρελθόντος, αλλά αναμετριέται συνεσταλμένα (κι επομένως ανθρώπινα) με τη δυναμική λειτουργία της ποίησης: ράβοντας ως το τέλος με κόκκινη κλωστή τον κόσμο που  θέλει (και θέλουμε μαζί του) ν’ αλλάξει.

O Xάρης Mελιτάς γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αρχιτεκτονική στο E.M.Π. και δίδαξε ιστορία της τέχνης στην Ανωτάτη Σχολή Παιδαγωγικής & Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (A.Σ.ΠAI.T.E.). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και περιλαμβάνονται σε ανθολογίες. Το 1980 δημοσίευσε το βιβλίο Ιστορία της τέχνης και της τεχνολογίας. Από τον Μανδραγόρα έχουν κυκλοφορήσει οι ποιητικές συλλογές: «Η νύχτα στο πιάνο», 11995, «Πατέ στρουθοκαμήλου», 41 χαϊκού με τίτλο, Δεκέμβριος 2008, «Εραστής ειδώλων», Άνοιξη 2009, «Γλώσσα λανθάνουσα», 45 χαϊκού με τίτλο, Ιανουάριος 2010, «Μαύρη σοκολάτα», 50 χαϊκού με τίτλο, Άνοιξη 2011 και «Παράσταση ήττας», 2012.