Η Πασχαλιά της λευτεριάς
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-696-099-4
Παρρησία, Αθήνα, 4/2013
1η έκδ.
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 5.97 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Σκληρόδετο
19 x 19 εκ., 24 σελ.
Περιγραφή

Ετελείωνε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκότανε μπροστά στην Ωραία Πύλη κι αντί `δι` ευχών των αγίων πατέρων ημών...` έλεγε `Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω...`
Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν, και διπλή χαρά ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρή δε θυμόταν κανείς να έχη δει εκεί πέρα. Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο του `Χριστός ανέστη` είπε:
- Χριστός ανέστη, χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρη καλά τ` αδέλφια μας που πολεμούνε στο γεφύρι της Πλάκας, στο Λούρο, στην Πρέβεζα και στα Πέντε Πηγάδια... [...]

Την τελευταία του φράση την επρόφερε με δάκρυα,κι όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες, έκλαψαν μέσα στην εκκλησία, αλλά έκλαψαν από χαρά κι από αναγαλλιασμό, και φιλιόνταν γκαρδιακά ο ένας με τον άλλον για την Ανάσταση του Χριστού και για την ανάσταση, που νόμιζαν, της σκλαβωμένης Πατρίδας.

Ο παπάς ξαναμπήκε στο Ιερό για να αποτελειώσει τη λειτουργία, και το χωριό άρχισε να βγαίνει από την εκκλησιά φαμίλιες-φαμίλιες. Πρώτα έβγαιναν οι μεγαλύτερες οι φαμίλιες κι ύστερα οι μικρότερες, κι από τις φαμίλιες πάλι πρώτοι έβγαιναν οι γέροντοι με τις γριές, και παραπίσω οι νιοι και οι νιες και τα παιδιά.

Πρώτος -πρώτος βγήκε ο προεστός του χωριού, ο γερο-Λιόλιος, γέρος μ΄εβδομηνταπέντε χρόνια και πλιότερο στη ράχη του και με κάτασπρα μαλλιά και με κάτασπρα μακριά μουστάκια, κρατώντας με το ζερβί του χέρι την άσπρη του λαμπάδα κι ακουμπώντας με το άλλο σε μιά ροζιάρικη και χοντρή πατερίτσα.

Αποπίσω ερχόνταν δύο παιδιά του, απάνω από σαράντα ή σαρανταπέντε χρόνων το καθένα, δυό παντρεμένα αγγόνια, εφτά νυφάδες από παιδιά και δυό αγγονονύφες, και καμιά εικοσαριά αγγόνια από είκοσι χρόνων και κάτω.Απ΄ τα επίλοιπα πέντε παιδιά του γερο-προεστού, που δεν ήτανε στην εκκλησιά, δυό ήταν πεθαμένα και τρία ξενιτεμένα, κι από τα τρία πάλι το ένα ήταν εθελοντής στον ελληνικό στρατό.

Τραβούσε μπροστά ο γερο-προεστός, σαν σερτάρι κοπαδιού, κι ερχόνταν όλο το χωριό καντά του, με τα κεριά στα χέρια αναμμένα. Ήτανε νύχτα βαθιά,κι ο αυγερινός δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα από την κορυφή των Τζουμέρκων. Αλλά μια φωτεινή αυλακιά, απλωμένη από το κορφοβούνι του Περιστεριού ως απών στα Γιάννινα, έδειχνε πως τ΄αστέρι αυτό, που τ΄ονομάζουν οι πλιότεροι »λαμπρό», δεν θ΄αργούσε να βγει.

Ανάμεσα απ΄την εκκλησιά και το χωριό είναι ένα μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Εκεί σταμάτησαν όλοι, κι έκαμαν ένα μεγάλο κύκλο να μιλήσουν για τον πόλεμο.

Ένα ψιλό αγεράκι, που τραβούσε απ΄το χωριό,έφερνε τη μοσκομυρουδιά των αρνιών που ψήνονταν στις αυλές των σπιτιών.

-Τα μάθαταν;
-Τι καινούργια;
-Αληθινά πως τους τσάκισαν τ΄αδέλφια μας τους Τούρκους;…
-Όλο και καλά. Νικήθηκαν οι Τούρκοι στης Άρτας το γεφύρι. Τους τσάκισε ο Κίτσιος ο Μπότσαρης.
-Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πόλεμο…
-Καημένο Σούλι, να μην πεθάνεις ποτέ με τα παλικάρια που βγάζεις!….Εσύ στα παλιά χρόνια, εσύ και τώρα!
-Πόσοι αρχηγοί ήτανε στην Άρτα;
-Δυο. Ο Κίτσιος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σιέχος.

Ο Μπότσαρης κλείστηκε στην Άρτα κι ο Σιέχος πέρασε το ποτάμι και πήρε τα πλευρά των Τούρκων. Τότε οι Τούρκοι βάρεσαν μ΄όλα τους τα δυνατά να πάρουν την Άρτα, για να κλείσουν τον Σιέχο μέσα στο τούρκικο, αλλά τους τσάκισε το Μποτσαράκι, κι έτσι σκόρπισαν, κι όπου φύγει-φύγει…

Τότε ο δικός μας ο στρατός πέρασε το γεφύρι της Άρτας κι έπιασε τα Λέχοβα, την Κανέτα και τα Πέντε Πηγάδια.

-Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι;
-Σαν πόσοι έπεσαν απ΄τους δικούς μας;
-Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες, μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες!
-Σαν τι άνθρωποι να΄ναι ο Κίτσιος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σιέχος;
-Ο ένας μια πιθαμή άνθρωπος, μικρός μα θιαμαχτός, κι ο άλλος θεριακωμένος: δυο Τούρκους μπορείς να κρεμάσεις από τα μουστάκια του!
-Χαρά στις μάνες που τους έκαμαν!

Ο γέρος -προεστός, που είχε σταθεί κι αφουγκράζονταν τι έλεγαν οι χωριανοί, φώναξε:

-Ωρέ παιδιά! Ποιος σας τις έφερε τις κουβέντες; Μη μιλάτε, μωρέ παιδιά μου, όπως θέλει η καρδιά σας, και σας δοκιμάσει ο Θεός !
-Είναι αλήθεια, μπάρμπα, αυτά που λέμε! Είναι αλήθεια ! Ήταν κάτι Τσιάμηδες στην Άρτα, και με την καταστροφή των Τούρκων πέρασαν κι αυτοί δώθε χωρίς διαβατήρια και τράβηξαν για τα χωριά τους!
-Τους είδες με τα μάτια σου εσύ; τον ερώτησε ο γερο-προεστός με δυσπιστία.
-Τους είδα και μίλησα μαζί τους, και μου τα είπαν όλα!
-Ποια μέρα φύγαν από την Άρτα οι Τσιάμηδες;
-Τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήλθαν από τα Λακκοχώρια, πέρασαν από τον Καλαμά ψες το σουρούπωμα και τράβηξαν νύχτα για τα χωριά τους…
-Ωρέ, δεν έχει κανένας από σας άρματα; βροντοφώνησε ο γερο-προεστός πνιγμένος από τη χαρά του. Η Πασκαλιά θέλει αρνιά, ο Αι-Γιώργης κατσίκια, ο γάμος κριάρια, κι η λευτεριά ντουφέκια! Δεν έχει κανένας από σας άρματα για να ρίξουμε και να χαιρετίσουμε τη λευτεριά; Πεντακόσια χρόνια δούλοι, ωρέ παιδιά, και να μην έχουμε σήμερα ένα ντουφέκι να ρίξουμε και να καλωσορίσουμε τη λευτεριά μας;

–Αμ τι ρωτάς; του απολογήθηκε ένας. Δεν μας τα΄μασαν όλα τ΄άρματα οι Τούρκοι; Ποιανού άφηκαν ντουφέκι ή πιστόλα; ξαναρώτησε.
-Ωρέ, δεν έχει κανένας ένα παλιοντούφεκο, μια παλιοπιστόλα; ξαναρώτησε.

-Αμ τώρα, γέρο -μπάρμπα, του είπε ένας, θα πλακώσουν γκράδες και βελονωτά όσα θέλεις! Όρεξη να΄χεις να ντουφεκάς. Ντουφέκια και φισέκια χάρισμα.
-Mωρέ, εγώ το θέλω αυτή τη στιγμή, δεν το θέλω ύστερα! Τι να το κάμω ύστερα; Αχ, ανάθεμά τους τους αντίχριστους που μας τα΄μασαν όλα τ΄άρματα! Ανάθεμά τους και τρισανάθεμά τους τους αντίχριστους! Έχει, ωρέ, κανένας σας κανένα παλιοντούφεκο για μια φορά, και του το γυρίζω πίσω! Ένα αρνί διαλεχτό δίνω για ένα παλιοντούφεκο γεμάτο.
-Δίν΄ς τ΄αρνί;
-Μωρ΄έχεις άρματο, γερο- Τόλαινα;
-Μα το ξύλο πόχω φάει απ΄τους αντίχριστους για να μην τους το μαρτυρήσω!
-Ντουφέκι είναι;
-Ναι, ντουφέκι, του μακαρίτ΄!

Και η γριά άρχισε να κλαίει το μακαρίτη της.

-Άφσ΄ τα κλάματα, γριά, και σύρε να μου φέρ΄ς το ντουφέκι στο σπίτ΄, να σου δώσω τ΄ αρνί….

Όλο το χωριό ήταν τρελό από τη χαρά του. Από τα λόγια, από τα φερσίματα, από το περπάτημα νόμιζε κανείς πως όλος εκείνος ο κόσμος είχε φάει το ζουρλόχορτο. Ώς κι αυτά τα λιανοπάιδια, που δεν μπορούσανε να καταλάβουν καλά-καλά τι θα ειπεί λευτεριά, φώναζαν ψαλμωδικά:

-Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας! Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας!
-Μωρέ, Πασκαλιά μας την έστειλε ο Μεγαλοδύναμος τη χαρά της λευτεριάς μας, έλεγε ο ένας.
-Τέτοιο καλό δεν μπορούσε να ρθει άλλη μέρα παρά Πασκαλιά, απαντούσε ο άλλος.
-Δυο Πασκαλίες!
-Αλήθεια, δυο Πασκαλιές. Η μιά του Χριστού και η άλλη της σκλαβωμένης Πατρίδας!
-Τι μεγάλη μέρα!
-Δοξασμένος να ΄ναι ο Κύριος!

Με τέτοιες κουβέντες ο κόσμος όλος μπήκε στο χωριό, και κάθε φαμίλια πήγαινε στο σπίτι της. Οι αυλές των σπιτιών φεγγοβολούσαν από τις ψησταριές των αρνιών που στριφογύριζαν απάνω στη θράκα.

Όταν ο γερο-προεστός έφτασε στο σπίτι του, βρήκε στην αυλόθυρα τη γριά με το ντουφέκι στα χέρια να περιμένει. Μόλις την είδε ρίχτηκε απάνω της να της το πάρει.

-Τ΄ αρνί πρώτα ! του φωνάζει η γριά.
-Μωρέ ένα αρνί μονάχα γυρεύεις, κουτή, της λέει ο προεστός. Εγώ τέτοια μέρα σφάζω όλο το κοπάδι και καίω και τα σπίτ΄ μ΄ ακόμα!

Και, σα να προσβάλθηκε από την απάντηση της γριάς, έκραξε ένα αγγόνι του που είχε ανεβεί στο σπίτι:
-Ωρέ Κίτσιο! Κίτσιο ωρέ!
-Όρσε, παππού ! του απολογήθηκε το παιδί, παλικάρι ως δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρόνων.
-Να πεταχτείς, ωρέ, στη στάνη και να ξεκόψεις δεκαπέντε ως είκοσι αρνιά καλά.Γρήγορα! Ακόμα εδώ είσαι!

Το παιδί λάκισε σαν ελάφι στη στάνη, αλλά ο γερο-προεστός, θέλοντας να δείξει όλη τη χαρά της καρδιάς του, φώναξε το διαλαλητή του χωριού:
-Ωωωωρέ Νάσιο! Νάσιο ωρεεέε!
-Έφτασα, μπάρμπα, απολογήθηκε μια φωνή εκεί- γύρω από τα σπίτια.
-Να βγεις, ωρέ, στη ράχη και να διαλαλήσεις στο χωριό πως όποιος δεν έχει αρνί να ρθει στο σπίτι μου να πάρ΄!…

Η γριά όμως, μ΄όλα αυτά που γινόνταν, κρατούσε το ντουφέκι με τα δυο της χέρια και δεν το ‘δινε πριν της φέρουν πρώτα τ΄αρνιά.

-Δεν το δίνω ακόμα,έλεγε, θέλω τ΄αρνί πρώτα!

Του Νάσιου η φωνή ξεχύθηκε σ΄όλο το χωριό σαν δυνατός βοριάς, κι όσοι δεν είχαν αρνί έτρεξαν στο σπίτι του προεστού. Έτρεξαν ακόμα κι εκείνοι που είχαν, όχι για να ζητήσουν κι αυτοί, αλλά για να ιδούν με τα μάτια τους το ψυχικό του προεστού.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και, νά σου,έφτασε κι ο Κίτσιος μ΄ένα κοπάδι αρνιά.

-Το καλύτερο της γριάς! φώναξε ο προεστός, και στη στιγμή ο πιστικός που ερχόταν μαζί με τον Κίτσιο άρπαξε απ΄τον λαιμό ένα λάγιο αρνί με μιά βούλα άσπρη στο μέτωπο σαν τον αυγερινό, που ήταν μια οργιά βγαλμένος εκείνη την ώρα.

Η γριά με το έν΄χέρι άρπαξε τ΄αρνί και με τ΄άλλο τρεμάμενο έδινε το ντουφέκι στου προεστού τα χέρια, από φόβο μην ήτανε ψέμα το τάξιμο. Ύστερ΄από τη γριά πήραν από ένα αρνί όσοι δεν είχαν, κι ο προεστός, παίρνοντας το ντουφέκι στο χέρι του, είπε στη γριά:
-Γεμάτο είν΄ωρή;
-Γεμάτο! όπως το ΄χει αφήκει ο μακαρίτ΄ς.
-Μωρέ, είν΄ ακέρια πέντε χρόνια από τότε. Φοβάμαι μη δεν πάρ΄φωτιά και ντροπιαστώ!

Σηκώνει το λύκο και λέει:
-Χριστός Ανέστ΄ ωρ΄αδέρφια. Χριστός Ανέστ΄! Καλώς μας ήλθ΄ η λευτεριά!

Το παλιοντούφεκο βρόντησε κι ετράνταξε το χωριό, και με το βρόντημά του σωριάστηκε ο προεστός άψυχος!

Ρίχνονται απάνω του οι δικοί και ξένοι, φέρνουν αναμμένα δαδιά, του ρίχνουν νερό, τίποτε. Είχε ξεψυχήσει. Τον είχε σκοτώσει η χαρά.


Add: 2014-01-01 00:00:00 - Upd: 2015-09-03 10:30:06